Του Malcolm Rifkind*
Το ηλεκτρισμένο κλίμα, που καλλιεργείται μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης θυμίζει την κατάσταση πριν από την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ουκ ολίγοι προβλέπουν ότι και αυτή η κρίση θα καταλήξει με μια αμερικανική επίθεση δεν αποτελεί έκπληξη. Οι δυσοίωνες προβλέψεις δεν αποκλείεται να αποδειχτούν ορθές, δεδομένου ότι εφόσον οι διπλωματικές προσπάθειες αποδειχθούν άκαρπες η χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον του Ιράν θα είναι πολύ πιο δικαιολογημένη απ’ ό,τι η εισβολή στο Ιράκ. Το Ιράν είναι σήμερα πιο ισχυρό από ποτέ. Παράλληλα, ελάχιστοι αμφιβάλλουν ότι φιλοδοξεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και ότι έχει τη δυνατότητα να τα παράγει. Θεωρείται ήδη κυρίαρχη δύναμη στον Περσικό Κόλπο και εφόσον αποκτήσει πυρηνικά όπλα θα είναι σε θέση να ελέγχει απόλυτα τη μουσουλμανική Μέση Ανατολή. Την ίδια στιγμή, τα αραβικά κράτη της περιοχής διαφωνούν με την προοπτική της στρατιωτικής επέμβασης, πλην όμως, η επιθετική εξωτερική πολιτική τους προκαλεί μεγάλη ανησυχία. Ως σουνιτικά κράτη, αντιμετωπίζουν με καχυποψία τις στενές σχέσεις των σιιτικών παραστρατιωτικών οργανώσεων με την Τεχεράνη. Υπάρχουν, φυσικά, πολλές αμφιβολίες όσον αφορά την επιτυχία μιας επιδρομής εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Ωστόσο, οι Αμερικανοί μπορούν να μπουν στον πειρασμό της χρήσης βίας εφόσον πιστέψουν ότι οι εναλλακτικές λύσεις έχουν στερέψει. Προτού καταλήξει, σ’ αυτό το συμπέρασμα, ο πρόεδρος Μπους οφείλει να μελετήσει με προσοχή τα διδάγματα από τα διπλωματικά επιτεύγματα της αμερικανικής κυβέρνησης στις περιπτώσεις της Λιβύης και της Βόρειας Κορέας. Πρόκειται για δύο χώρες που θεωρούντο μέλη του περιβόητου «άξονα του κακού». Κατ’ αρχάς, ουδείς πρέπει να λησμονεί ότι προ τριετίας η προοπτική της ομαλοποίησης των σχέσεων ΗΠΑ - Λιβύης φάνταζε απίθανη. Ο συνταγματάρχης Μουαμάρ Καντάφι ήταν ο ηθικός αυτουργός της βομβιστικής επίθεσης κατά του επιβατικού αεροσκάφους της Pan Am. Η στιγμή, λοιπόν, είναι η πλέον κατάλληλη για μια καλή προσφορά προς τους Ιρανούς από πλευράς της Ουάσιγκτον. Ο διάλογος μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν δεν υφίσταται από την Επανάσταση του 1979 και πολλοί θεωρούν ότι η κατάσταση δεν θα αλλάξει μέχρι την ημέρα της αλλαγής καθεστώτος στην Τεχεράνη. Μπορεί να έχουν δίκιο, αλλά οι Αμερικανοί δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Πρώτον, το Ιράν δεν έχει σχέση με τη Βόρεια Κορέα, η οποία έχει συνηθίσει στη διεθνή απομόνωση και ως εκ τούτου μπορεί να αποδεχτεί μια καλή προσφορά. Το Ιράν είναι περίπλοκο κράτος και το καθεστώς δίνει ιδιαίτερο βάρος στις διασυνδέσεις με τους διεθνείς θεσμούς και τους παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας. Αν οι Αμερικανοί προσέφεραν ομαλοποίηση των σχέσεων με αντάλλαγμα τον τερματισμό της υποστήριξης προς τις τρομοκρατικές οργανώσεις είναι βέβαιο ότι πολλοί στο Ιράν θα ανταποκρίνονταν. Πράγματι, αν η Ουάσιγκτον αποδεχόταν η απόφαση για αλλαγή καθεστώτος ανήκει στο ιρανικό λαό και όχι στον Λευκό Οίκο, είναι σίγουρο ότι οι μετριοπαθείς Ιρανοί, όπως ο Αλί Αχμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί, θα έμπαιναν στον πειρασμό να αποδεχτούν μια τέτοια πρόταση. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι κάνω λάθος και οι Ιρανοί απορρίψουν μια ενδεχόμενη αμερικανική πρόταση. Στην περίπτωση αυτή, ο εξτρεμισμός και η κακεντρέχεια της Τεχεράνης θα φανερωνόταν ενώπιον ολόκληρου του κόσμου και οι Αμερικανοί θα εξασφάλιζαν τη στήριξη της διεθνούς κοινότητας για σκληρότερες οικονομικές κυρώσεις. Σε περίπτωση δε αποτυχίας των οικονομικών κυρώσεων, η επιλογή της στρατιωτικής επέμβασης θα εξακολουθεί να υφίσταται. Ο πρόεδρος Μπους απέδειξε στην περίπτωση της Λιβύης ότι μπορεί να ενεργεί ως πραγματιστής ηγέτης όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Οφείλει να επιδείξει πραγματισμό και όσον αφορά το Ιράν. Οι ΗΠΑ δεν έχουν τίποτα να χάσουν. *Ο αρθρογράφος έχει διατελέσει υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας. (Καθημερινή - The International Herald Tribune, 8/3/07)

Διαβάστε ακόμα