Την μεγαλύτερη υποβάθμιση των προβλέψεων τόσο για  την ανάπτυξη όσο και την εγχώρια ζήτηση του 2018 και του 2019 παρουσιάζει η Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ. Στην συγκεκριμένη έκθεση, το Ταμείο προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2% το 2018 και 1,9% το 2019. Η κατά 0,6 ποσοστιαίες  μονάδες απόκλιση μεταξύ των δύο προβλέψεων είναι η μεγαλύτερη σε ολόκληρη την Ευρώπη

Την έκθεση παρουσίασε στις Βρυξέλλες ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τομέως του ΔΝΤ Πωλ Τόμσεν και τα αποτελέσματα επαναλαμβάνουν ουσιαστικά τις εκτιμήσεις που είχε κάνει το Ταμείο για την ελληνική οικονομία κατά την διάρκεια της Εαρινής Συνόδου που είχε πραγματοποιηθεί πριν από έναν μήνα στην Ουάσιγκτων. Η έκθεση, ωστόσο, διαπιστώνει πως η Ελλάς έχει αρνητική καθαρή επενδυτική θέση σε σχέση με το εξωτερικό ισοζύγιο συναλλαγών. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται να αυξήσει την παραγωγικότητά της και έτσι να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της. Κατά το ΔΝΤ οι ακαθάριστες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθούν στο 12,7% το 2018 και στο 13,8% το 2019. Η Ελλάς εμφανίζει με πολύ μεγάλη διαφορά το μικρότερο ποσοστό όχι μόνο στην Ευρωζώνη αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Το Ταμείο προβλέπει επίσης σήμερα ότι η εγχώρια ζήτηση θα ενισχυθεί κατά 1,7% τόσο το 2018 όσο και το 2019, ενώ στις προβλέψεις του Οκτωβρίου έκανε λόγο για 2,4% και 1,9% αντιστοίχως. Ας σημειωθεί ότι η κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες υποβάθμιση είναι η μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη. Επιπροσθέτως, το ΔΝΤ στέκεται και στο θέμα των «κόκκινων» δανείων, επισημαίνοντας ότι η Ελλάς εμφανίζει το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη παρά το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει σημειώσει σημαντική βελτίωση.

Το ΔΝΤ υπολογίζει ένα σημαντικό κλείσιμο της «ψαλίδας» στο ελληνικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αποδίδεται στην μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα, που μετρά την αναλογία ωρομισθίων και παραγωγικότητας, «εκτοξεύτηκε» μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ, με συνέπεια στα τέλη του 2008 να υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά σχεδόν 14 μονάδες.

Τα χρόνια της κρίσεως το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατέρρευσε σταθερά, με συνέπεια στα τέλη του περασμένου έτους να ευρίσκεται περίπου δέκα μονάδες κάτω από τον μέσο όρο της νομισματικής ενώσεως, που σημαίνει ότι η συνολική προσαρμογή σε βάθος δεκαετίας ανέρχεται στις 24 μονάδες. Όπως επισημαίνει το Ταμείο, την πρώτη περίοδο της κρίσεως η πτώση του κόστους εργασίας οφείλετο σε απολύσεις και αποχωρήσεις εργαζομένων, όμως τα τελευταία χρόνια η κατρακύλα οφείλεται στην καθιέρωση ιδιαιτέρως χαμηλών μισθών.