Γ. Δημαράς: Η Κατάλληλη Δασική Πολιτική Μπορεί να Στηρίξει την Εθνική Κληρονομιά και την Οικονομία

Γ. Δημαράς: Η Κατάλληλη Δασική Πολιτική Μπορεί να Στηρίξει την Εθνική Κληρονομιά και την Οικονομία
energia.gr
Πεμ, 22 Νοεμβρίου 2018 - 17:27

«Η πολυλειτουργικότητα των δασών τυγχάνει καθολικής αναγνώρισης, γι’ αυτό και η προστασία, η ανάπτυξη και η αειφορική διαχείρισή τους είναι ψηλά στις προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής» δήλωσε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Δημαράς.

Χαιρετίζοντας σήμερα, στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, επιστημονική ημερίδα με θέμα την αντιμετώπιση των απειλών που προσβάλλουν το πλατάνι και την καστανιά, δύο από τα σημαντικότερα είδη της ελληνικής χλωρίδας, ο κ. Δημαράς σημείωσε ότι «η διαχείριση των δασών της Ελλάδας γίνεται με βάση την Αρχή της Αειφορίας, που έχει σαν στόχο την παραγωγή του μέγιστου κοινωνικού οφέλους, τόσο για τις σημερινές όσο και για τις επόμενες γενιές. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην προστασία των δασών από πυρκαγιές αλλά και από ασθένειες. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την παραγωγή έμμεσων αγαθών και ωφελημάτων από τα δάση, όπως είναι η ανάπτυξη του τουρισμού και της αναψυχής».

Επίσης, έκανε λόγο για την κλιματική αλλαγή, που επηρεάζει ποικιλοτρόπως τον πλανήτη και τη χώρα, με αύξηση της ανομβρίας, της ξηρασίας και των ψηλών θερμοκρασιών. «Οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν αρνητικά και τα δασικά οικοσυστήματα του τόπου μας. Γι αυτό, το υπουργείο έχει θέσει και υλοποιεί πολύ υψηλούς στόχους αειφορίας και παραγωγής και για τα δασικά οικοσυστήματα. Πέρα από τη χρήση των δασικών χαρτών ως εργαλείο ανάπτυξης, έργο που είναι υπό εξέλιξη και ήδη έχει ολοκληρωθεί περίπου στο 1/3 της χώρας, θέσαμε αειφορικούς όρους διαχείρισης για πρώτη φορά στις βοσκήσιμες γαίες και υλοποιούμε τον σχεδιασμό για όλη την Ελλάδα» τόνισε ο υφυπουργός και κατέληξε: «Η κατάλληλη δασική πολιτική έχει τη δυνατότητα να στηρίξει την εθνική κληρονομιά αλλά και την εθνική οικονομία και να δημιουργήσει έσοδα που ν' ανταποκρίνονται τουλάχιστον στο 1% του ΑΕΠ της χώρας μας».

Για την ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους του πλατάνου, που αποτελεί μία από τις πλέον καταστροφικές ασθένειες δασικών δένδρων, διεθνώς, μίλησε ο τακτικός ερευνητής ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ»-Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, Παναγιώτης Τσόπελας. Όπως επισήμανε, και στην Ελλάδα, η ασθένεια έχει νεκρώσει χιλιάδες δένδρων σε φυσικά οικοσυστήματα πλατάνου αλλά και δένδρα πλατάνου που κοσμούσαν πλατείες, δρόμους, πάρκα και χώρους αναψυχής. Η ασθένεια οφείλεται σε μύκητα που προέρχεται από την Αμερική και έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην Ιταλία και τη Γαλλία, ενώ έχει εντοπιστεί και στην Ελβετία, την Αλβανία και την ευρωπαϊκή Τουρκία.

Στην Ελλάδα καταγράφηκε για πρώτη φορά το 2003 στη Μεσσηνία και ακολούθως επεκτάθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Το 2010 ο μύκητας εντοπίσθηκε και στην Ήπειρο, το 2011 στη Θεσσαλία και το 2017 σε Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα, Ευρυτανία και Εύβοια. «Είναι πιθανόν η ασθένεια να υπάρχει και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και να μην έχει ακόμα εντοπιστεί» υπογράμμισε ο ομιλητής, διευκρινίζοντας πως ως κυριότερος παράγοντας διάδοσης του μύκητα θεωρείται ο άνθρωπος και συχνός τρόπος διασποράς του είναι με εργαλεία κοπής και κλάδευσης δένδρων (πριόνια, αλυσοπρίονα, τσεκούρια κ.λπ.), που έχουν χρησιμοποιηθεί σε προσβεβλημένα δένδρα και στη συνέχεια σε υγιή. Επίσης, ο μύκητας διασπείρεται με μηχανήματα εκσκαφής, που χρησιμοποιούνται σε περιοχές με προσβολές και στη συνέχεια μεταφέρονται σε άλλες περιοχές.

Ο κ. Τσόπελας υποστήριξε ότι η ασθένεια έχει ήδη λάβει επιδημικές διαστάσεις σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, όπου η αντιμετώπισή της είναι τις περισσότερες φορές αδύνατη, διότι τα προσβεβλημένα δένδρα είναι χιλιάδες. «Εάν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης του μύκητα, μπορεί να διαδοθεί και στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας προκαλώντας τεράστια οικολογική καταστροφή» κατέληξε.

Για την ασθένεια του έλκους της καστανιάς μίλησε ο τ. τακτικός ερευνητής ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ»-Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, Στέφανος Διαμαντής. Όπως παρατήρησε, λόγω αστυφιλίας ο περιορισμός της καλλιέργειας της καστανιάς το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ευνόησε την ανάπτυξη της νόσου και μάλιστα το 1963 παρουσίασε δραματική επέκταση στις καστανοπαραγωγές περιοχές, προξενώντας σημαντική καταστροφή στους καστανεώνες και τα καστανοδάση.

Ωστόσο, συμπλήρωσε, η βιολογική αντιμετώπιση της ασθένειας με δημόσια δαπάνη κατά την περίοδο 1998-2016 και η ορατή πλέον γενική υποβάθμισή της, η οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα και επιστρέφει αρκετούς νέους στα πατρογονικά τους και η επανακαλλιέργεια της καστανιάς σε συνδυασμό με την εισβολή Ιταλών εμπόρων στην Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια για να προμηθευτούν ελληνικό κάστανο, αποτελούν θετικές εξελίξεις που ενθαρρύνουν και συντείνουν στην αύξηση της εθνικής παραγωγής κάστανου.

 «Ταυτόχρονα, όμως, αρνητικές εξελίξεις, όπως η επέκταση της ασθένειας της μελάνωσης της καστανιάς, τα καρποφάγα έντομα που προκαλούν απώλεια του 20% της εθνικής παραγωγής κάστανου, το αναδυόμενο πρόβλημα της σήψης του καρπού, ο πολύ αργός ρυθμός εκσυγχρονισμού της καστανοκαλλιέργειας και τέλος η έλλειψη μεταποίησης του ελληνικού κάστανου, αποτελούν θέματα που τα αρμόδια υπουργεία θα πρέπει να επιλύσουν, ώστε η Ελλάδα να μπορεί να σταθεί όρθια στον οξύ ανταγωνισμό από ευρωπαϊκές χώρες αλλά και από την Κίνα και τη Ν. Κορέα» ανέφερε ο ομιλητής.

Ο εντεταλμένος ερευνητής ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ»-Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, Δημήτρης Αβτζής, μίλησε για τη σφήκα της καστανιάς, που προσβάλλει επίσης το δένδρο, δημιουργώντας χαρακτηριστικές κηκίδες σε φύλλα και οφθαλμούς, οι οποίες συντελούν καθοριστικά στη μείωση της ανάπτυξης του δέντρου και άρα σε μείωση της παραγωγής. Η σφήκα της καστανιάς εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη το 2001-2002 και έκτοτε εξαπλώθηκε ραγδαία, εκμεταλλευόμενη τόσο την ιδιαίτερη βιολογία τής ηπείρου όσο και την ανεμπόδιστη και συχνά ανεξέλεγκτη μετακίνηση αγαθών.

Όπως τόνισε ο ομιλητής, στην Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά το 2014 στην Πιερία και σε σύντομο χρονικό διάστημα καταγράφηκε σε τουλάχιστον άλλες δέκα περιοχές της χώρας. Για την καταπολέμηση των προβλημάτων που προκαλεί η προσβολή του εντόμου, εφαρμόστηκε το 2018 ένα πρόγραμμα βιολογικής καταπολέμησης, το οποίο στηρίχτηκε στην εξαπόλυση ενός παρασιτοειδούς εντόμου, φυσικού εχθρού του από την περιοχή προέλευσης, προσέγγιση που έχει ήδη αποδειχτεί αποτελεσματική μετά την εφαρμογή της σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, η Κροατία και η Σλοβενία.