βλάβης που προκαλείται από τις μεταφορές, προτείνει, επίσης, την αύξηση στις τιμές των καυσίμων, καθώς και ποσοστώσεις στην εισαγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, αφού εκτιμά ότι θα βοηθήσουν την Γερμανία να ανταποκριθεί στους στόχους μείωσης των εκπεμπόμενων ρύπων που έχουν τεθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η προώθηση των νέων μέτρων αναμένεται, όμως, να προκαλέσει αντιδράσεις, με δεδομένο ότι το δίκτυο των αυτοκινητοδρόμων που φημίζονται επειδή επιτρέπει, σε ορισμένα τμήματά του, στους οδηγούς να αναπτύσσουν τη μέγιστη ταχύτητα των οχημάτων τους.
Η Γερμανία κινδυνεύει να επιβαρυνθεί με υψηλά πρόστιμα από την Ε.Ε., εάν αποτύχει να περιορίσει τις εκπομπές των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά και των δηλητηριωδών οξειδίων του αζώτου. Οι εκπομπές των αερίων από τις μεταφορές, που έχουν, ωστόσο, μειωθεί από το 1990, συνιστούν ένα ιδιαίτρο και χωριστό στόχο για περαιτέρω μειώσεις.
Η κυβέρνηση βρίσκεται εγκλωβισμένη, ανάμεσα στην ανάγκη να προστατεύσει την καίριας σημασίας γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που έχει δεχτεί ισχυρά πλήγματα, τα τελευταία χρόνια, από μια σειρά δαπανηρών σκανδάλων -βλέπε Dieselgate της Volkswagen - και στην ανάγκη να αναλάβει δράση για να προστατεύσει το κλίμα που επιβαρύνεται ολοένα και περισσότερο.
Το κείμενο αναφέρει πως τα μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν ανώτατο όριο ταχύτητητας 130 χλμ ωριαίως, στους αυτοκινητοδρόμους και αυξήσεις στους φόρους καυσίμων, αρχής γενομένης από το 2023, την κατάργηση των φοροαπαλλαγών για τα οχήματα ντίζελ, καθώς και ποσοστώσεις στις πωλήσεις ηλεκτρικών και υβριδικών αυτοκινήτων, μπορεί να επιτύχουν μόλις το μισό από τις απαιτούμενες μειώσεις στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
«Δεν θα γίνουν δεκτά όλα τα εργαλεία και όλα τα μέτρα», αναφέρεται στο σχέδιο. «Για να υπάρξει συμβιβασμός για την επίτεξη των στόχων κατά της Κλιματικής Αλλαγής, θα χρειαστούν πολιτική επιδεξιότητα, διπλωματική ικανότητα και διάθεση για συμβιβασμό».