Αποτελεί μύθο το ότι οι Κινέζοι αποκτούν "μισοτιμής", μετοχικά μερίδια σε ευρωπαϊκές και διεθνείς εταιρείες, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει πρόσφατη έκθεση του Ιfo. Το κορυφαίο γερμανικό Ινστιτούτο μελέτησε τις διεθνείς εξαγορές που έχουν πραγματοποιήσει κινεζικά εταιρικά σχήματα την περίοδο 2002-2017, θέλοντας να διαπιστώσει εάν διαφέρουν από εκείνες που πραγματοποιούνται από άλλες χώρες και παρατηρεί ότι οι Κινέζοι αγοράζουν βάσει μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και επωφελούνται από τις ευνοϊκές κρατικές χρηματοδοτήσεις που λαμβάνουν. 

Σε σύγκριση με επενδυτές άλλων χωρών, οι κινεζικές εταιρείες επιλέγουν στόχους με χαμηλότερη κερδοφορία, που είναι, όμως, μεγαλύτεροι από τις ίδιες και διαθέτουν υψηλότερα επίπεδα χρέους, αλλά και πιο πολλές άδειες ευρεσιτεχνίας.

Το Ινστιτούτο διαπίστωσε, επίσης, διαφοροποίηση και μεταξύ των κρατικών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων της Κίνας, ως προς το πώς χρησιμοποιούν τους φορολογικούς παραδείσους, αλλά και ως προς το πώς επιλέγουν τον κλάδο, τους φυσικούς πόρους και την τεχνολογία στους οποίους θα επενδύσουν. Οι κρατικοί όμιλοι της Κίνας δρουν όπως οι κρατικοί όμιλοι κάθε χώρας, δηλαδή ενδιαφέρονται να αποκτήσουν εταιρείες στον κλάδο εξόρυξης πρώτων υλών. Εξ ου και πολιτικές πρωτοβουλίες όπως «Ο (νέος) Δρόμος του Μεταξιού» και το «Made in China 2025», επηρεάζουν τα επενδυτικά μοντέλα των κρατικών εταιρειών - αγοραστριών. Αυτό δεν συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση των ιδιωτικών κινεζικών επιχειρήσεων.

Το συνολικό τίμημα που καταβάλλουν στις εξαγορές οι Κινέζοι, είναι χαμηλότερο από εκείνο των άλλων επενδυτών. Στην περίπτωση της Ελλάδας, δύο από τις σημαντικές επενδύσεις της Κίνας στη χώρα μας είναι της κρατικής COSCO, στον λιμάνι του Πειραιά και της επίσης κρατικής, State Grid Corporation of China, στον ΑΔΜΗΕ.

Στην εργασία συμμετείχαν ως επικεφαλής ο πρόεδρος του Ιfo, Κλέμενς Φούεστ και οι ερευνητές Φέλιξ Χούγερ, Ζαμίνα Ζούλταν και Ζινγκ Σινγκ. Μελέτησαν, συγκεκριμένα, περισσότερες από 70.000 διασυνοριακές εξαγορές επιχειρήσεων σε 92 χώρες την περίοδο 2002- 2017. Από αυτές, τις 1.900 τις διεκπεραίωσαν Κινέζοι επενδυτές, ενώ οι 171 αφορούσαν σε εξαγορά γερμανικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι μελετητές διαπίστωσαν ότι οι εξαγορασθείσες εταιρείες διαθέτουν επταπλάσια σε μέγεθος περιουσιακά στοιχεία από τις αντίστοιχες που αποκτούν επενδυτές άλλων χωρών.

Η αναλογία χρέους προς περιουσιακά στοιχεία ανέρχεται σε 6,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη. Ο δε μέσος όρος κερδοφορίας μπορεί να είναι μηδενικός, όταν επιχειρήσεις άλλων χωρών επιδιώκουν να αποκτήσουν μία επιχείρηση με θετικές επιδόσεις. Συνολικά, σε σχέση με τα πρότυπα που ακολουθούν επενδυτές άλλων χωρών, οι Κινέζοι ελκύονται από εταιρείες που λειτουργούν σε χώρες με χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης και μικρότερο πληθυσμό, καθώς και από εταιρείες, που συνήθως δραστηριοποιούνται σε άλλον τομέα από τον δικό τους. Όσον δε αφορά στο θέμα των επιλογών ανάμεσα σε κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις της Κίνας, παρατηρούμε ότι οι μεν κρατικές επιδιώκουν την πρόσβαση στους φυσικούς πόρους και στη γεωργία, οπότε και στρέφονται στις πρώτες ύλες και στην εξόρυξή τους, καθώς και στην αγροτική βιομηχανία, αλλά και δευτερευόντως στον κλάδο αυτοκινήτου. Οι δε ιδιωτικές κινεζικές εταιρείες ενδιαφέρονται κυρίως για υψηλή τεχνολογία, αυτοκίνητο και μηχανολογικές εταιρείες.

Η μελέτη καταδεικνύει πως υπάρχουν ορισμένοι μύθοι όσον αφορά στους Κινέζους επενδυτές, oι οποίοι, υποτίθεται, πως, επειδή απολαμβάνουν κρατικών επιδοτήσεων, μπορούν να υποσκελίζουν συστηματικά, τους ανταγωνιστές τους, προσφέροντας υψηλότερα τιμήματα εξαγοράς.

Ο πρόεδρος του Ιfo, Κλέμενς Φούεστ, υποστηρίζει πως "οι Κινέζοι επενδυτές φαίνεται να προσδίδουν μεγαλύτερη έμφαση στο μέγεθος παρά στα κέρδη, κι έτσι αποφεύγουν τον ανταγωνισμό. Επίσης, δείχνουν να προτιμούν το μεγαλύτερο χρέος και τα χαμηλότερα κέρδη, επειδή βλέπουν σε βάθος χρόνου ή επειδή έχουν εύκολη χρηματοδότηση από κρατικές τράπεζες."