και των χρηματοδοτικών εργαλείων που έχουν δημιουργηθεί, κυρίως μέσω EBRD και ΕΙΒ. Αρχής γενομένης το 2016 και σε συμμόρφωση με τις Κατευθυντήριες Γραμμές της ΕΕ, η ΡΑΕ προκηρύσσει σε τακτά διαστήματα διαγωνισμούς ανά τεχνολογία ΑΠΕ για εκχώρηση εγκατεστημένης ισχύος με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση (15% και άνω) των τιμών αποζημίωσης των σταθμών. Εντός του 2018 και μέχρι τα τέλη Απριλίου 2019 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 7 διαγωνισμοί για συνολική εγκατεστημένη ισχύ 956MW, ενώ για το υπόλοιπο του έτους προβλέπονται διαγωνισμοί για 430MW φωτοβολταϊκών και 400MW αιολικών μονάδων. Είναι φανερό ότι οι διαγωνιστικές αυτές διαδικασίες της ΡΑΕ δρουν καταλυτικά στην προσέλκυση ενδιαφέροντος από ελληνικές και ξένες εταιρείες.
Ένα πανόραμα των τελευταίων κινήσεων εγχώριων και ξένων ενεργειακών ομίλων που δραστηριοποιούνται στο χώρο των ΑΠΕ στην Ελλάδα παρουσίασε σε ένα πολύ εμπεριστατωμένο άρθρο της η Χρ. Λιάγγου στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 14/4. Μέσα από το εν λόγω δημοσίευμα καθίσταται σαφές ότι ο ελληνικός τομέας ΑΠΕ ευρίσκεται πλέον στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος μεγάλων ευρωπαϊκών και αμερικανικών επενδυτικών φορέων (μεγάλες ενεργειακές εταιρείες και funds). Το ενδιαφέρον αυτό, μάλιστα, φαίνεται να έχει αναζωπυρωθεί μετά τις πληροφορίες ότι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται να ανοίξει πάλι το φάκελο των θαλασσίων αιολικών πάρκων μετά την καταστροφική διαχείριση του θέματος από την υπουργό Τ. Μπιρμπίλη επί κυβερνήσεως Γ.Α. Παπανδρέου την περίοδο 2010/2011. Ενδεικτικό είναι το ενδιαφέρον της νορβηγικής Equinor για την εγκατάσταση πλωτού αιολικού πάρκου στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τήνου, Σύρου και Μυκόνου ισχύος της τάξης των 150MW. Τα πλωτά αιολικά πάρκα είναι ένας γρήγορα αναπτυσσόμενος κλάδος των ΑΠΕ που ενδιαφέρει άμεσα τη χώρα μας, η οποία προσφέρει ιδεώδεις συνθήκες για την ανάπτυξη του, καθότι τα μεγάλα βάθη που απαντώνται στις ελληνικές θάλασσες καθιστούν τεχνικά απαγορευτική τη σχεδίαση και κατασκευή μόνιμων υπεράκτιων εγκαταστάσεων όπως αυτών που ευρίσκονται στη Βόρειο Θάλασσα.
Σε ότι αφορά τους στόχους για τις ΑΠΕ, η ολοκλήρωση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και η κατάθεσή του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το ΥΠΕΝ τον περασμένο Ιανουάριο, ήρθε να ξεδιαλύνει το τοπίο και να επιβεβαιώσει τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις τις χώρας για τη σταδιακή απανθρακοποίηση του ενεργειακού της συστήματος μέσω της μεγαλύτερης χρήσης ΑΠΕ και εφαρμογών βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας, ιδιαίτερα στον οικιστικό τομέα.
Η εντυπωσιακή επάνοδος στην Ελλάδα μεγάλων ξένων επενδυτών και η επιθετική είσοδος νέων που παρατηρείται σήμερα στη δυναμικά εξελισσόμενη αγορά ΑΠΕ υποστηρίζεται από τους φιλόδοξους στόχους που έχουν τεθεί από το ΕΣΕΚ στο πλαίσιο των ευρύτερων ευρωπαϊκών στόχων.
Πιο συγκεκριμένα, οι στόχοι της εθνικής ενεργειακής πολιτικής συνοψίζονται ως εξής:
- τουλάχιστον 20% συνεισφορά των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας το 2020,
- τουλάχιστον 40% συνεισφορά των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2020,
- μέχρι το 2030 το μερίδιο συμμετοχής των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας να ανέλθει τουλάχιστον στο 30%,
- μέχρι το 2030 η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας να ανέλθει τουλάχιστον στο 55%
- μέχρι το 2030 η συμμετοχή των ΑΠΕ στον τομέα των μεταφορών να ξεπεράσει το 14%
- μέχρι το 2030 το μερίδιο των ΑΠΕ για τις ανάγκες θέρμανσης και ψύξης να ξεπεράσει το 30%
Είναι φανερό ότι για να επιτευχθούν οι ανωτέρω στόχοι θα πρέπει να υπάρξει μια άνευ προηγούμενου κινητοποίηση με αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ νέων επενδύσεων σε όλους τους κλάδους των ΑΠΕ. Προκειμένου να επιτευχθούν οι ανωτέρω στόχοι μέχρι το 2030 θα πρέπει, σύμφωνα με εκτιμήσεις ανεξάρτητων αναλυτών, να εγκατασταθούν συνολικά άνω των 10GW αιολικών και φωτοβολταϊκών μονάδων, καθώς και υπολοίπων ΑΠΕ. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΕΝΕ (Ετήσια Έκθεση 2019 για τον Ελληνικό Ενεργειακό Τομέα), το συνολικό επενδυτικό δυναμικό για τα αιολικά μέχρι το 2027 ανέρχεται στα €8,2 δισ., για τα φωτοβολταϊκά στα € 5,5 δισ. και για όλες τις υπόλοιπες μορφές ΑΠΕ -συμπεριλαμβανομένων των μικρών υδροηλεκτρικών, των ηλιακών θερμικών, βιομάζας και γεωθερμίας- στα € 1,4 δισ. Δηλαδή ομιλούμε για €15+ δισ. μέσα στα επόμενα 10 χρόνια ή €1,5 δισ. το χρόνο.
Τροχοπέδη στις τεράστιες επενδυτικές δυνατότητες των ΑΠΕ είναι το δαιδαλώδες αδειοδοτικό πλαίσιο και η έλλειψη ενός ξεκάθαρου χωροταξικού σχεδιασμού, με τις διαδικασίες αδειοδότησης να παραμένουν εξαιρετικά χρονοβόρες και γραφειοκρατικές. Μεγάλες καθυστερήσεις στην αξιολόγηση υποβληθέντων προτάσεων παρατηρούνται επίσης στη ΡΑΕ, με το διάστημα από την υποβολή της αίτησης μέχρι την έκδοση της άδειας παραγωγής να ξεπερνά τους 18 μήνες. Για αυτό οι επενδυτές αναμένουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την κατάθεση του ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού που έχει προαναγγείλει το ΥΠΕΝ, ο οποίος σε συνδυασμό με μία σειρά από υπουργικές αποφάσεις, εκτιμάται ότι θα απλοποιήσουν και θα εξορθολογήσουν σημαντικά την όλη διαδικασία.