Η επιδείνωση των λειτουργικών δαπανών της ΔΕΗ κατά 21,6% (ή 211,6 εκατ. ευρώ) οφείλεται κατά κύριο λόγο στις αυξημένες δαπάνες ενεργειακού ισοζυγίου παρά την κατάργηση από τον περασμένο Ιανουάριο της πρόσθετης χρέωσης προμηθευτών για τον ειδικό 

λογαριασμό ΑΠΕ και του ειδικού τέλους λιγνίτη. Σύμφωνα με τα οικονομικά μεγέθη του α΄ τριμήνου 2019, τα οποία ανακοινώθηκαν το βράδυ της περασμένης Παρασκευής, μια από τις βασικές αιτίες εντοπίζεται στην αυξημένη τιμή της χονδρεμπορικής ρεύματος (Οριακή Τιμή Συστήματος) κατά 33,6% και κατ’ επέκταση στην υψηλότερη δαπάνη για αγορές ενέργειας για την εξυπηρέτηση των πελατών της. Άλλωστε όπως είχε επισημάνει και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ κ. Μανόλης Παναγιωτάκης, μιλώντας την περασμένη Πέμπτη στους μετόχους της επιχείρησης, η δική της παραγωγή, μέσω των δημοπρασιών ενέργειας (ΝΟΜΕ) καταλήγει σε τρίτους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε παραθέσει ο επικεφαλής της επιχείρησης, «οι ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες παραδόθηκαν το 2018, αντιστοιχούσαν στο 77% του συνόλου της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ ενώ στους πρώτους μήνες του 2019 το ποσοστό αυτό έχει εκτοξευθεί σε επίπεδα που ξεπερνούν το άθροισμα της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής μας». Όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο κ. Παναγιωτάκης, η ΔΕΗ είναι υποχρεωμένη, μέσω των ΝΟΜΕ, να παραδίδει σε τρίτους ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας η οποία δεν προέρχεται μόνο από λιγνίτες και νερά αλλά και από άλλα καύσιμα όπως φυσικό αέριο και Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το α΄ τρίμηνο του 2019 οι σχετικές ποσότητες υπερέβησαν το άθροισμα της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής κατά 418 GWh. Έτσι για την εξυπηρέτηση των πελατών της είναι αναγκασμένη να αγοράζει ενέργεια από τους υπόλοιπους παραγωγούς σε υψηλές τιμές. Γενικότερα, για την κάλυψη των αναγκών των πελατών της, το πρώτο τρίμηνο του 2019, η ΔΕΗ προέβη σε αγορές ηλεκτρικής ενέργειας 5.257 GWh, αυξημένες κατά 4%.

Επίσης, η επιδείνωση των λειτουργικών δαπανών της ΔΕΗ οφείλονται στην αύξηση της δαπάνης για αγορά δικαιωμάτων εκπομπών CO2, εξαιτίας της ραγδαίας ανόδου της τιμής τους, αλλά και στην αυξημένη δαπάνη για φυσικό αέριο -και λόγω μεγαλύτερων ποσοτήτων αλλά και λόγω αύξησης της τιμής- κατά 32,5%.

Όλα αυτά οδήγησαν σε ζημίες, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019, 205,1 εκατ. ευρώ, με το EBITDA να διαμορφώνεται σε αρνητικά επίπεδα (-51,3 εκατ. ευρώ). Μάλιστα, τα μεγέθη της εταιρείας επιδεινώνονται εάν συμπεριληφθούν οι διακοπτόμενες δραστηριότητες (οι υπό αποεπένδυση λιγνιτικέςμονάδες Μελίτης και Μεγαλόπολης) με τις ζημίες να φτάνουν στα 218,2 εκατ. ευρώκαιτοEBITDA στα 66,4εκατ. ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Παναγιωτάκης σχολιάζοντας τα οικονομικά και λειτουργικά μεγέθη της περιόδου εντοπίζει ορισμένες …χαραμάδες αισιοδοξίας. Αναφέρεται στη μείωση του χρέους κατά 119,5 εκατ. ευρώ και σε επενδύσεις 203,8 εκατ. ευρώ, στο πλαίσιο ενός επενδυτικού προγράμματος ύψους 790 εκατ. ευρώ για το σύνολο του έτους.

«Θετικό γεγονός ήταν επίσης η συνέχιση της αντιστροφής προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις, ενώ μείωση παρουσίασε και η δαπάνη μισθοδοσίας. Στο αμέσως επόμενο διάστημα οι δράσεις για τη βελτίωση της εισπραξιμότητας θα κλιμακωθούν και με επί πλέον ενέργειες για τα χρέη των τελικών πελατών. Παράλληλα αναμένεται βελτίωση στο μίγμα καυσίμου και στο αντίστοιχο κόστος συνεπεία αφενός της επιτυχούς προμήθειας LNG και αφετέρου διευθέτησης θεμάτων της παραγωγής των λιγνιτικών μονάδων», αναφέρει ο κ. Παναγιωτάκης. Και προσθέτει: «Πέραν αυτών υπάρχει η επιστροφή 99,3 εκατ. ευρώ από το πλεόνασμα του ΕΛΑΠΕ και η ανάκτηση ΥΚΩ ύψους 21,9 εκατ. ευρώ, οι οποίες θα αποτυπωθούν στα αποτελέσματα του β’ τριμήνου». Η πρόσφατη αναγνώριση από τη ΡΑΕ μέρους της συνολικής απαίτησης της ΔΕΗ για τις ΥΚΩ του 2011, ύψους 160 με 200 εκατ. ευρώ, θεωρείται από τη διοίκηση της ΔΕΗ πολύ σημαντική, αν και δεν πρόλαβε να αποτυπωθεί ως απαίτηση στα οικονομικά αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου.