Του Κ.Ν. Σταμπολή από την Τεχεράνη
Καθώς το Ιράν ετοιμάζεται να παραλάβει τις πρώτες ποσότητες επεξεργασμένου ουρανίου από την Ρωσία, που θα επιτρέψουν τη λειτουργία του πυρηνικού αντιδραστήρα στο Bushehr αναμένεται να κορυφωθεί η αντιπαράθεση με την κυβέρνηση των ΗΠΑ η οποία απαιτεί τον άμεσο τερματισμό του πυρηνικού προγράμματος της χώρας. Να σημειώσουμε ότι η πυρηνική μονάδα στο Bushehr έχει εγκατεστημένη ισχύ 1.000 MW και πρόκειται να λειτουργήσει αποκλειστικά για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης του συστήματος παραγωγής ηλεκτρισμού το οποίο μέχρι σήμερα εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Η κατασκευή του πυρηνικού αντιδραστήρα στο Bushehr στον Περσικό Κόλπο ξεκίνησε προ 20ετίας βάσει Ρωσικής τεχνολογίας. Ρωσικές πυρηνικές εταιρείες σύμφωνα με εδικές συμβάσεις έχουν αναλάβει την ολοκλήρωση της τελευταίας φάσης του σταθμού καθώς και την προμήθεια του σχάσιμου υλικού. Η Ιρανική κυβέρνηση έχει θέσει ως εθνική προτεραιότητα την ολοκλήρωση κατασκευής και έναρξη λειτουργίας του πυρηνικού σταθμού στο Bushehr μέχρι το τέλος του έτους, καθότι επιθυμεί να προχωρήσει στον προγραμματισμό της για την κατασκευή δύο ακόμη μεγάλων πυρηνικών μονάδων, άνω των 1.000 MW η κάθε μία, σε μία προσπάθεια να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία τρέχει σε ρυθμούς άνω του 7.5% σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με τον Dr. Ali Biniaz, Δ/ντή του διεθνούς προγράμματος οικονομίας και ενέργειας του κέντρου μελετών IPIS της Τεχεράνης, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς αποτελεί μονόδρομο για το Ιράν, αφού οι ανάγκες σε ηλεκτρισμό είναι τεράστιες και αυξάνονται συνεχώς με αποτέλεσμα μόνο μεγάλοι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί βάσης, όπως οι πυρηνικοί, να μπορούν να ικανοποιήσουν τέτοια υψηλή ζήτηση. Το Ιράν μία χώρα με πληθυσμό που ξεπερνά τα 70 εκατομμύρια και μια δυναμική οικονομία που αναπτύσσεται με ετήσιους ρυθμούς άνω του 5.0% έχει ανεπτυγμένη βιομηχανική βάση προσπαθεί συστηματικά να αυξήσει την παραγωγή της σε προϊόντα πέραν του πετρελαίου και των πετροχημικών που σήμερα ευθύνονται για το 80% των εξαγωγών της. Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία οι συνολικές εξαγωγές του Ιράν σε πετρέλαιο και πετροχημικά πρόκειται να ξεπεράσουν τα 65.0 δισεκ. Δολάρια το 2007, νούμερο ρεκόρ όλων των εποχών, πράγμα που ασφαλώς οφείλεται στις τρέχουσες υψηλές διεθνείς τιμές του μαύρου χρυσού (Η τιμή του βαρελιού ξεπέρασε τα 82.0 δολάρια την εβδομάδα που πέρασε). Οι συνεχιζόμενες φραστικές επιθέσεις της Ουάσινγκτον κατά της Τεχεράνης και οι απειλές μέσω επιτηδευμένων διαρροών στον Τύπο, περί προληπτικών βομβαρδισμών σε 2.000 επιλεγμένους στόχους στο Ιράν, μέχρι σήμερα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Η θεοκρατική κυβέρνηση του Ιράν όχι μόνο δεν συζητάει αναστολή του πυρηνικού της προγράμματος αλλά τουναντίον έχει αποφασίσει επιτάχυνση ιδίως μετά την τελευταία έκθεση αναφοράς του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Οι επιθεωρητές του ΙΑΕΑ μετά τη συμφωνία- πλαίσιο του προηγούμενου Μάιου προχώρησαν σε εκτενείς ελέγχους εγκαταστάσεων και αρχείων και ουσιαστικά έδωσαν καθαρό απολυτήριο στο Ιράν όπου δεν βρήκαν ενδείξεις για πρόγραμμα παραγωγής πυρηνικών όπλών. Παράλληλα ο Διευθυντής του ΙΑΕΑ Dr. Baradei έχει εκφράσει την πλήρη ικανοποίησή του για την συνεργασία που έχει ο Οργανισμός με την κυβέρνηση του προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ. Παρά την θετική αυτή τελευταία έκθεση του ΙΑΕΑ είναι κοινή η αντίληψη μεταξύ πολιτικών κύκλων της Τεχεράνης ότι η απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου, είτε στα πλαίσια του τρέχοντος πυρηνικού προγράμματος η ανεξάρτητα από αυτό, δεν θα αργήσει αφού το Ιράν σήμερα αισθάνεται απειλούμενο όσο ποτέ άλλοτε περιτριγυρισμένο από πυρηνικές δυνάμεις (βλέπε Ισραήλ, Ρωσία, Πακιστάν, Ινδία). Όμως ανεξάρτητα από τον προβληματισμό και τις εντάσεις γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, τα άμεσα προβλήματα αφορούν κυρίως την οικονομία της χώρας και τον έλεγχο του πληθωρισμού που τρέχει κοντά στο 20%, και την δημιουργία απασχόλησης για τους 900.000 νέους που εισέρχονται στην αγορά εργασίας κάθε χρόνο. Ένα από τα βασικά θέματα που καλείται να λύσει η κυβέρνηση Αχμαντινετζάντ είναι ο έλεγχος της εσωτερικής αγοράς πετρελαιοειδών η οποία επιδοτείται σε ρυθμό 17.5% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η εμπορική κατανάλωση με ξέφρενους ρυθμούς. Σήμερα η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να εισάγει το 40% της βενζίνης που καταναλώνεται, δηλ 210.000 βαρέλια την ημέρα με ένα ετήσιο κόστος που υπολογίζεται στα 5.0-5.5. δισεκ. δολάρια. Τα πρόσφατα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για περιορισμό της κατανάλωσης μέσω δελτίου έχουν μειώσει οριακά την ζήτηση αλλά ταυτόχρονα έχουν ενισχύσει την παραοικονομία. Τελικά το στοίχημα για την επιβίωση του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης δεν είναι τόσο τα πυρηνικά όσο ο έλεγχος της οικονομίας η οποία είναι έντονα ελεγχόμενη από το κράτος παρά τον δυναμισμό, την εφευρετικότητα και την εργατικότητα του μέσου Ιρανού. Και αυτό σε μία χρονική περίοδο όπου το Ιράν καλείται να παίξει ένα κρίσιμο ρόλο για την ειρήνευση της Μέσης Ανατολής αφού αυτό, μέσω του πλειοψηφούντος Σιιτικού πληθυσμού του Ιράκ μπορεί να αναδειχθεί ως ο σταθεροποιητικός παράγοντας στην ευρύτερη περιοχή.