συμβούλων Wood Mackenzie. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι σήμερα η συνολική εγκατεστημένη ισχύς Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) φθάνει το 1 terawatt (1000 GW) η οποία όμως καλύπτει μόλις το 8% των συνολικών αναγκών παραγωγής ηλεκτρισμού του πλανήτη. Εάν μάλιστα εξετάσουμε την συμμετοχή των ΑΠΕ -δηλ. ηλιακής και αιολικής ενέργειας-ως ποσοστό της συνολικής παγκόσμιας ενεργειακής προμήθειας, θα δούμε ότι αυτή δεν υπερβαίνει το 2,0%. Εάν, όμως, λάβουμε υπόψη και την παραγωγή βιοαερίου, τα στερεά βιοκαύσιμα και τα υδροηλεκτρικά θα παρατηρήσουμε, βάσει στοιχείων του ΙΕΑ, ότι η συμμετοχή τους στην παγκόσμια ενεργειακή παραγωγική βάση φθάνει το 9,5%, έτσι που -με το 0,5% που συνεισφέρει η πυρηνική ενέργεια- το σύνολο των μη ορυκτών καυσίμων να αντιστοιχεί στο 10% της πλανητικής ενεργειακής προμήθειας.
Η έκθεση της Wood Mackenzie μας πληροφορεί, επίσης, ότι με βάση το υπάρχον και προβλεπόμενο ενεργειακό παραγωγικό μοντέλο, οι εκπομπές του CO2 θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται κάθε χρόνο μέχρι το 2030 και μόνο αργότερα, δηλ. σε 15 χρόνια από σήμερα, θα αρχίσουν να μειώνονται ελαφρά. Ως αποτέλεσμα καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη η επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων για την συγκράτηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω των 2 βαθμών Κελσίου. Βασική αιτία της αύξησης των εκπομπών, παρατηρεί η εν λόγω έκθεση, είναι η προβλεπόμενη αύξηση του πληθυσμού και η συνακόλουθη με αυτήν ισχυροποίηση της ενεργειακής ζήτησης κατά 25% μέχρι το 2040, κυρίως σε Ασία και Αφρική. Σύμφωνα δε με το βασικό συγγραφέα της Έκθεσης, David Brown, τα δυσοίωνα συμπεράσματα της Έκθεσης θα πρέπει να δράσουν ως ένα ‘ξυπνητήρι’ προς κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς ως προς την ανεπάρκεια των μέτρων και πολιτικών που ακολουθούνται σήμερα και αποβλέπουν στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στη μείωση της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα.
Αν και η πρόσφατη αυτή Έκθεση της Wood Mackenzie δεν κομίζει γλαύκα στην Αθήνα, εν τούτοις έρχεται να επιβεβαιώσει τα συμπεράσματα άλλων μελετών, όπως αυτή της BP και του ΙΕΑ, αλλά και να υπογραμμίσει το παράδοξο που παρατηρείται σήμερα σε σχέση με την συμβολή των ΑΠΕ στο διεθνές ενεργειακό ισοζύγιο. Δηλαδή ότι, ενώ καταβάλλεται μια πράγματι τεράστια προσπάθεια διείσδυσης των ΑΠΕ με χιλιάδες μεγαβάτ να εγκαθίστανται κάθε χρόνο και δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις εναλλακτικών ενεργειακών υποδομών, το ποσοστό της παραγόμενης από αυτές ενέργειας παραμένει -και θα παραμείνει- εξαιρετικά μικρό. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ετήσιες επενδύσεις σε ΑΠΕ όλων των μορφών την περίοδο 2010-2017 έτρεχαν με $293 δισ., ενώ οι αντίστοιχες σε ορυκτά καύσιμα με $1171 δισ.
Το παράδοξο συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ αυξάνεται σταθερά η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων ΑΠΕ σε παγκόσμιο επίπεδο, εν τούτοις η συμμετοχή τους στη συνολική ενεργειακή προμήθεια παραμένει μικρή. Αυτό οφείλεται στο ότι την ίδια περίοδο αυξάνεται επίσης, και μάλιστα με μεγαλύτερο ρυθμό, η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα σε μία διαρκώς διευρυνόμενη ενεργειακή πίτα ζήτησης. Έτσι που στο τελικό αποτέλεσμα η συμμετοχή των ΑΠΕ και η επίδραση τους ως προς τους εκλυόμενους ρύπους να παραμένει μικρή. Για να γίνουν κατανοητά τα ανωτέρω αξίζει να αναφερθούμε στα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΙΕΑ (βλέπε World Energy Outlook 2018), βάσει των οποίων η συνολική ενεργειακή ζήτηση το 2017 ήταν 13.972 Μtοe, ενώ το 2040 αυτή προβλέπεται να φθάσει στα 17.715 Mtoe στο New Policies Scenario. Με τα ορυκτά καύσιμα να συνεισφέρουν 11.292 Mtoe το 2017 και τις ΑΠΕ όλων των μορφών 1.334 αντίστοιχα, με πρόβλεψη για 13.139 Mtoe το 2040 για τα ορυκτά καύσιμα και 3.014 Mtoe για τις ΑΠΕ αντίστοιχα.