Του Όθωνα Χαραλαμπάκη
Στη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας τα δύο νομοθετικά σώματα του Καζακστάν ενέκριναν νόμο, βάσει του οποίου δίνεται το δικαίωμα στην κυβέρνηση της χώρας να τροποποιεί ή και να ακυρώνει οικονομικές συμφωνίες που έχει συνάψει με εγχώριες και ξένες εταιρείες. Ο λόγος τον οποίο δικαιούται πλέον να προβάλει η καζακική κυβέρνηση σε μια τέτοια περίπτωση είναι η απειλή της εθνικής ασφάλειας. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο νομοθέτης είχε κατά νου τις σχέσεις με τις ξένες εταιρείες οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν κερδίσει σημαντικά συμβόλαια στη χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα – προάγγελλος των εξελίξεων ήταν η υπόθεση της ιταλικής πετρελαϊκής εταιρείας ΕΝΙ και η διαχείριση του τεράστιου κοιτάσματος του Κασαγκάν. Η ΕΝΙ είναι η επικεφαλής εταιρεία της δυτικής κοινοπραξίας που ανέλαβε την ανάπτυξη και εκμετάλλευση του κοιτάσματος αυτού, του μεγαλύτερου κοιτάσματος πετρελαίου που έχει ανακαλυφθεί την τελευταία τριακονταετία. Στα τέλη Αυγούστου η κυβέρνηση του Καζακστάν αποφάσισε την αναστολή των εργασιών στο Κασαγκάν. Επισήμως τότε προβλήθηκαν περιβαλλοντολογικοί λόγοι και τη σχετική πρωτοβουλία ανέλαβε το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Πολύ σύντομα, όμως, έγινε και επίσημα φανερό ότι οι λόγοι ήταν άλλοι. Η κυβέρνηση της χώρας ένιωθε ζημιωμένη από τις διαρκείς αναβολές στην έναρξη της παραγωγής του κοιτάσματος και από τον υπερδιπλασιασμό του λειτουργικού κόστους του έργου. Πλέον το Καζακστάν, έχοντας ανακαλέσει την άδεια της ΕΝΙ, απαιτεί είτε μια υπέρογκη αποζημίωση είτε – και αυτός μοιάζει να είναι ο σοβαρότερος στόχος – αναδιαπραγμάτευση του συμβολαίου και ενίσχυση της συμμετοχής της κρατικής του εταιρείας, της KazMunaiGaz, στην κοινοπραξία. Η ΕΝΙ δεν είναι η μόνη δυτική εταιρεία που αντιμετωπίζει προβλήματα στο Καζακστάν. Πριν από λίγες ημέρες γερουσιαστής της χώρας, στενά συνδεδεμένος πολιτικά με τον Πρόεδρο Ναζαρμπάγιεφ, εξέφρασε δημόσια την άποψη πως η κυβέρνηση θα πρέπει να αναστείλει τη λειτουργία και του κοιτάσματος του Τενγκίζ. Το κοίτασμα αυτό διαχειρίζεται η αμερικανική Chevron, η οποία κατέχει το 50% ενώ άλλο ένα 25% κατέχει η Exxonmobil. Πρόκειται για το έκτο μεγαλύτερο κοίτασμα πετρελαίου στον κόσμο και χαρακτηριστικό της σημασίας του για τις αμερικανικές εταιρείες είναι πως το ημερήσιο μερίδιο παραγωγής που αντιστοιχεί στη Chevron από το Τενγκίζ αντιστοιχεί στο 8% της παγκόσμιας ημερήσιας παραγωγής της εταιρείας. Οι ενέργειες αυτές της καζακικής κυβέρνησης δεν είναι πρωτοφανείς. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα διαρκώς αυξανόμενο ρεύμα διεκδίκησης εκ μέρους των κρατών – κυρίως αναπτυσσόμενων – του ενεργειακού τους πλούτου, τον οποίο νέμονται ξένες εταιρείες. Αναλυτές περιγράφουν αυτή την τάση ως «ενεργειακό εθνικισμό», όπως πολύ χαρακτηριστικά έγραψε ο Economist στο φύλλο της 15ης του περασμένου Αυγούστου. Πριν από το Καζακστάν τέτοιες τάσεις είχαν ήδη εκδηλωθεί και στη Λατινική Αμερική, με αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα τη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες. Από κοντά ακολούθησαν και η Βολιβία του Έβο Μοράλες και ο Ισημερινός του νεοεκλεγέντος προέδρου Ραφαέλ Κορέα.. Έμπνευση από Ρωσία Ως μήτρα αυτών των συμπεριφορών, πολλοί αναλυτές υποδεικνύουν τη Ρωσία του Πούτιν, τη χώρα όπου μέσα σε λίγα χρόνια ο ενεργειακός κλάδος άλλαξε χέρια, περνώντας από τον έλεγχο των «ολιγαρχών» της γιελτσινικής περιόδου στον άμεσο ή έμμεσο - επί της ουσίας - έλεγχο του κράτους. Αμέσως μετά και με όπλο τους κρατικούς κολοσσούς Gazprom (φυσικό αέριο) και Rosneft (πετρέλαιο) η Ρωσία ανέλαβε τα ηνία και σε πολλές σημαντικές ξένες επενδύσεις εντός της επικράτειάς της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις της απομάκρυνσης της Shell από την εκμετάλλευση του σχεδίου παραγωγής φυσικού αερίου στη νήσο Σαχαλίνη και της BP από το αντίστοιχο στην Κόβικτα της Σιβηρίας. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν με νόημα τις ομοιότητες μεταξύ των τωρινών κινήσεων της κυβέρνησης του Καζακστάν και του τρόπου με τον οποίο η Gazprom απέκτησε από τη Shell τα δικαιώματα στο πρόγραμμα Σαχαλίνη 2. Και τότε η ρωσική κυβέρνηση κινήθηκε αρχικά εκμεταλλευόμενη τις καταγγελίες μη κυβερνητικών οργανώσεων για τις δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη λειτουργία των εγκαταστάσεων και σε διάστημα λίγων μηνών ανάγκασε ουσιαστικά τη Shell να πουλήσει το μερίδιό της στην Gazprom. Νέες συμπεριφορές στην ενεργειακή αγορά Η υπόθεση του αναδυόμενου «ενεργειακού εθνικισμού» δεν περιορίζεται στις παραπάνω χώρες ούτε στη διαχείριση αποκλειστικά των πηγών ενέργειας. Ας μην ξεχνάμε πως παρόμοιες παρατηρήσεις έκανε και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μανουέλ Μπαρόζο, σχολιάζοντας πέρσι την απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να συγχωνεύσει τις δύο μεγαλύτερες εταιρείες κοινής ωφέλειας, Suez και Gaz de France, για να αποτρέψει πιθανή εξαγορά τους από την ιταλική Enel. Τότε ο κ. Μπαρόζο έκανε λόγο για «οικονομικό εθνικισμό». Η αναφορά του και πάλι σχετιζόταν με τον κλάδο της ενέργειας, αυτή τη φορά, όμως, στο πεδίο της ενεργειακής αγοράς. Στους επόμενους μήνες, μάλιστα, η Επιτροπή κλήθηκε να αντιμετωπίσει και άλλες περιπτώσεις χωρών – όπως η Ισπανία και η Ιταλία – που κρίθηκε ότι παραβίασαν την κοινοτική νομοθεσία περί ανταγωνισμού, προστατεύοντας εθνικές επιχειρήσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις αυτές μοιάζουν αν όχι να αμφισβητούν, τουλάχιστον να θέτουν νέα χαρακτηριστικά στο τοπίο της παγκοσμιοποιημένης ενεργειακής αγοράς. Δίπλα στους πολυεθνικούς ιδιωτικούς ενεργειακούς κολοσσούς ξεπηδούν ολοένα και περισσότερες εθνικές κρατικές εταιρείες. Το ακρωνύμιο N.O.C. (National Oil Company) ακούγεται πλέον όλο και πιο συχνά – με διάφορες παραλλαγές ως προς αρχικό γράμμα της κάθε χώρας – και καταλαμβάνει ολοένα και ισχυρότερες θέσεις έναντι των παραδοσιακών δυνάμεων στο χώρο των επιχειρήσεων ενέργειας .