Του Νίκου Νικολάου
Κάθε αλλαγή στην οικονομία, κάθε νέα ρύθμιση στις σχέσεις κράτους και πολίτη είναι βέβαιο ότι έχει προβλήματα στην εφαρμογή της, έχει, στην αρχή τουλάχιστον, δυσκολίες στην αποδοχή και στην προσαρμογή των πολιτών στις νέες συνθήκες και στα νέα δεδομένα που δημιουργούνται. Ολα αυτά τα προβλήματα όμως και οι δυσκολίες δεν μπορούν να αποτελέσουν πρόφαση για αναβολή των μεταρρυθμίσεων που απαιτεί η κοινωνία μας. Και η εξίσωση του φόρου μεταξύ του πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης είναι στην ουσία μια μεταρρύθμιση και μάλιστα σημαντική, η οποία πρέπει να αποκτήσει ευθύς εξαρχής και μία κοινωνική διάσταση. Συγκεκριμένα, πρέπει η κυβέρνηση να ορίσει ένα πλαφόν καταναλώσεως πετρελαίου μέχρι του οποίου θα ισχύει η επιστροφή του φόρου. Ενα πλαφόν, που θα αντιστοιχεί στην κατανάλωση μιας μεσαίας αστικής οικογένειας, αφού θα ήταν αδιανόητο να επιδοτούνται οι υψηλές καταναλώσεις των πλούσιων νοικοκυριών. Η εξίσωση του φόρου είναι λοιπόν μεταρρύθμιση πρώτον, γιατί η μεγάλη διαφορά του φόρου (21 ευρώ στο χιλιόλιτρο για το πετρέλαιο θέρμανσης και 276 για το κίνησης) ήταν ένα ισχυρό και ακαταμάχητο, όπως απεδείχθη τα τελευταία 10 χρόνια, κίνητρο παραβατικότητας, διαφθοράς και λαθρεμπορίου, στο οποίο συμμετείχαν όχι μόνο 5 - 6 μεγάλοι αετονύχηδες λαθρέμποροι, που σήμερα έχουν μεταμφιεσθεί σε ευυπόληπτους επιχειρηματίες, αλλά ευρύτατες ομάδες του πληθυσμού. Οι λίγες παράνομες δεξαμενές αποχρωματισμού του πετρελαίου θέρμανσης που ανακαλύφθηκαν στην Αττική, τη Θεσσαλία, τη Θεσσαλονίκη κ.λπ. και οι πάμπολλες, που ουδέποτε εντοπίσθηκαν, είναι τρανή απόδειξη ότι το κύκλωμα του λαθρεμπορίου επιβίωνε γιατί αγρότες, ταξιτζήδες, διαχειριστές πολυκατοικιών, πρατήρια και εταιρείες διανομής μετείχαν σε αυτό και αποκόμιζαν τεράστια κέρδη (οι διαφυγόντες φόροι υπολογίζονται σε 1,5 δισ. ευρώ), που τα έχανε ο προϋπολογισμός, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση οι πολίτες αυτής της χώρας, που απολάμβαναν λιγότερες υπηρεσίες, υγείας, παιδείας κ.λπ. Συνεπώς, η εξίσωση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης είναι ένα σημαντικό μέτρο για την πάταξη της διαφθοράς, ένα σημαντικό μέτρο για τη μεγέθυνση των δημοσίων πόρων που θα καταλήξουν στους πολίτες. Δεύτερον, η εξίσωση του φόρου είναι μεταρρύθμιση γιατί αλλάζει τις σχέσεις κράτους και πολίτη. Από ένα διεφθαρμένο σύστημα πελατειακών επιδοτήσεων, όπου το κράτος εμφανιζόταν ως δήθεν προστάτης των αδυνάτων και από τους αδύνατους όσοι μπορούσαν εξαπατούσαν το κράτος, περνάμε σε ένα νέο διαφανές και έντιμο σύστημα. Το κράτος εμφανίζεται κατ’ αρχήν να εμπιστεύεται απολύτως τον πολίτη και του λέει: «Δήλωσέ μου με ευθύνη σου πόσο πετρέλαιο αγόρασες για θέρμανση του σπιτιού σου και εγώ θα σου επιστρέψω αμέσως τη διαφορά του φόρου. Αν όμως, από τους ελέγχους που θα επακολουθήσουν διαπιστωθεί ότι είπες ψέματα, τότε το πρόστιμο θα είναι εξοντωτικό». Πώς ακριβώς θα εισπράττεται η επιστροφή είναι κάτι που δεν είναι ακόμη πλήρως διευκρινισμένο. Οι τεχνοκράτες στο υπουργείο Οικονομικών μελετούν και συζητούν πολλές εναλλακτικές προτάσεις. Η εντολή πάντως του πρωθυπουργού, όπως δήλωσε χθες ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, είναι να εφαρμοσθεί ένα αντιγραφειοκρατικό σύστημα, που θα εξασφαλίζει ακόμη και τα πιο φτωχά και απομακρυσμένα νοικοκυριά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ανακύψουν πολλά τεχνικά προβλήματα και όσον αφορά την είσπραξη της διαφοράς του φόρου από τον αγρότη των ορεινών μέχρι την αγράμματη χήρα της φτωχογειτονιάς. Οπως θα πρέπει να διαμορφωθούν και αποτελεσματικά συστήματα ελέγχου ώστε π.χ. ο ταξιτζής του Μενιδίου ή ο φορτηγατζής της Λάρισας να μην κινούν τα οχήματά τους με το πετρέλαιο που θα αγοράζουν για τη θέρμανση του σπιτιού τους. Ολες αυτές, όμως, οι δυσκολίες δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να δικαιολογήσουν επιστροφή στο αμαρτωλό παρελθόν της διαφθοράς και του λαθρεμπορίου από το οποίο ζημιώνονταν εκατομμύρια πολιτών και κέρδιζαν ελάχιστοι απατεώνες. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 02/10/07)