Του Ι. Παλαιοκρασά*
Το μέλλον της ΔΕΗ επανέρχεται στο προσκήνιο με το προτεινόμενο τρίτο επιχειρησιακό σχέδιο της επιχείρησης μέσα σε τρία χρόνια. Κατά σύμπτωση και το επιχειρησιακό σχέδιο του 2003-07 είχε εκπονηθεί από την Mc Kinsey. Από τα δημοσιεύματα βγαίνει ότι τα βασικά στοιχεία του νέου σχεδίου είναι το σπάσιμο της ΔΕΗ σε 6 επιχειρήσεις και η μείωση του λιγνίτη από 60% σε 20% του ενεργειακού της ισοζυγίου. Οι προτάσεις αυτές γεννούν μια σειρά από ερωτήματα και παρατηρήσεις. Πρώτον, είναι εφικτή τέτοια δραστική μείωση της χρήσης λιγνίτη μέσα στην επόμενη 5ετία (που υποθέτω ότι είναι η περίοδος του επιχειρησιακού σχεδίου) και μάλιστα υπό συνθήκες απόλυτης στενότητος στην παραγωγή ρεύματος; Η απάντηση είναι ασφαλώς όχι. Το πολύ να τεθούν σε εφεδρεία 1.200 ΜW, δηλ. το 23% του λιγνιτικού δυναμικού. Δεύτερον, με τι θα αντικατασταθεί ο λιγνίτης; Με φυσικό αέριο, σύμφωνα με το προηγούμενο σχέδιο της Mc Kinsey, που ακολουθεί την κούρσα των τιμών του πετρελαίου και είναι πανάκριβο ή με εισαγόμενο λιθάνθρακα; Το πρώτο είναι τρελό γιατί, ακόμη και μετά την επιβάρυνση του λιγνίτη με το κόστος των ρύπων, το μέσο κόστος του παραμένει τουλάχιστον στο μισό του φυσικού αερίου. Το δεύτερο είναι μια σωστή επιλογή, με την προϋπόθεση ότι έχει μελετηθεί σε βάθος. Τρίτον, μελετήθηκαν επαρκώς οι βέλτιστες διαθέσιμες σύγχρονες τεχνολογίες καύσης του λιγνίτη και του λιθάνθρακα και συγκρίθηκαν σε σωστή βάση με το, ασφαλώς καθαρότερο φυσικό αέριο, σε ό,τι αφορά τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις, που βεβαίως ενδιαφέρουν άμεσα; Διατυπώνω αυτά τα ερωτήματα γιατί το προηγούμενο επιχειρησιακό σχέδιο της Mc Kinsey περιείχε πολλές απλουστεύσεις και αβασάνιστες υποθέσεις, όπως η υπόθεση για τιμή πετρελαίου στα 23 δολάρια το βαρέλι! ΄Η ότι απέκλειε νέους λιγνιτικούς σταθμούς γιατί δεν υπήρχαν αποθέματα! Θεωρώ ότι η ΔΕΗ οφείλει να μελετήσει σε βάθος τα διαθέσιμα αποθέματα λιγνίτη σε συνάρτηση με την ποιότητά τους, να συνεκτιμήσει και την ασφάλεια αγοράς των εισαγομένων καυσίμων (όπως απαιτεί και η ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε.) και μετά να καταλήξει σε ένα βιώσιμο επιχειρησιακό σχέδιο, που να μην αλλάξει πάλι σε ένα - δύο χρόνια. Ερχομαι τώρα στο δεύτερο βασικό στοιχείο του προτεινόμενου σχεδίου, τη διάσπαση της ΔΕΗ σε έξι εταιρείες: Μεταφορά, Παραγωγή, Διανομή, Λιγνίτης, Εμπορία, Trading. Υποθέτω ότι η ΔΕΗ παραμένει μητρική και των έξι. Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι εν μέρει αυτό απορρέει από την ισχύουσα οδηγία της Ε.Ε., που απαιτεί αφενός τον λογιστικό διαχωρισμό όλων των κλάδων και αφετέρου τη διακριτή νομική μορφή, καθώς και την οικονομική και διοικητική ανεξαρτησία της Μεταφοράς / Διανομής και με διαφορετικούς όρους της Εμπορίας. Οι οποίες όμως ρητά προβλέπεται ότι μπορούν να είναι θυγατρικές της «κάθετα ολοκληρωμένης επιχείρησης». Η απόσχιση των ορυχείων λιγνίτη και της προμήθειας καυσίμων δεν προβλέπεται από την οδηγία. Και το ερώτημα τώρα είναι, εάν καλώς προτείνεται ή όχι και μάλιστα με την αιτιολογία της καλύτερης αντιμετώπισης του ανταγωνισμού. Πιστεύω ότι αυτό που είναι αναγκαίο είναι οι μονάδες αυτές να καταστούν ανεξάρτητα κέντρα κέρδους, μέσα στην ενιαία επιχείρηση. Αυτό όμως –όπως είχα προτείνει όταν ήμουν πρόεδρος του Δ.Σ. της ΔΕΗ– μπορεί εύκολα να επιτευχθεί με ένα σύστημα εσωτερικής τιμολόγησης των πωλήσεων/αγορών μεταξύ των μονάδων και του λογιστικού διαχωρισμού, ο οποίος ούτως ή άλλως υπάρχει. Γιατί η λύση της κατάτμησης έχει δύο σοβαρά μειονεκτήματα. Πρώτον, την εξεύρεση νέων ικανών μάνατζερ, αλλά και μιας πυραμίδας διευθυντικών στελεχών, που θα τοποθετηθούν επικεφαλής των νέων επιχειρήσεων και οι οποίοι θα πρέπει επιπλέον να συντονίζουν τις ενέργειές τους προς ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Ηδη, η πίεση των Γ.Δ. να έχουν η κάθε μια τη δική της υπηρεσία προμηθειών, προσωπικού και λογιστήριο, με αποτέλεσμα την αύξηση του προσωπικού και του κόστους, είναι αφόρητη. Ας μην υποτιμούμε εν προκειμένω και τις ολέθριες πολιτικές παρεμβάσεις στην επιλογή των προσώπων. Δεύτερον, η εξασθένηση της ανταγωνιστικής θέσης της επιχείρησης, η οποία δεν θα έχει πλέον το πλεονέκτημα του μεγάλου μεγέθους, που τουλάχιστον η σύγχρονη τάση των συγχωνεύσεων βαθμολογεί με ένα πολύ μεγάλο premium. Αλλωστε, η εμπειρία από το σύγχρονο ενεργειακό γίγνεσθαι της Ευρώπης είναι η αντίθετη. Η ENEL και η Edison στην Ιταλία η Eon στη Γερμανία, η EDF στη Γαλλία έχουν απλούστερα οργανογράμματα και μικρότερο αριθμό βασικών επιχειρησιακών μονάδων από ό,τι η ΔΕΗ. Οι αναδιοργανώσεις και οι αναδιατάξεις των επιχειρήσεων σπάνια λύνουν τα βασικά τους προβλήματα. Και τα βασικά προβλήματα της ΔΕΗ στις σημερινές συνθήκες απελευθέρωσης της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και οξυνόμενου ανταγωνισμού είναι τρία: Πρώτο, το μικρό της μέγεθος. Δεύτερο, η αλλαγή της κουλτούρας της δημόσιας επιχείρησης. Τρίτο, η κατά κάποιο τρόπο φασόν «απελευθέρωση» της ελληνικής αγοράς ενέργειας, για λογαριασμό των οικονομικών παραγόντων που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν. Το τρίτο, που φέρει το όνομα του αυθαίρετου καθορισμού της Οριακής Τιμής του Συστήματος και υποχρεώνει τη ΔΕΗ στην επιδότηση των ιδιωτικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, όπως έχει τεκμηριώσει κατά το παρελθόν η «Καθημερινή», είναι και αυτό που γονατίζει τη ΔΕΗ και τη μετατρέπει σε ζημιογόνο επιχείρηση. Και το ερώτημα είναι γιατί δεν ανακινεί το θέμα αυτό η διοίκηση της ΔΕΗ και το νέο επιχειρησιακό σχέδιο, αντί να ζητεί αυξήσεις τιμολογίων 22% εις βάρος των καταναλωτών. Στο μέγα αυτό ζήτημα πρέπει να εγκύψει και ο νέος υπουργός Ανάπτυξης, ο οποίος έχει όλα τα προσόντα για κάτι τέτοιο. * Ο κ. Ι. Παλαιοκρασσάς είναι πρώην υπουργός και πρόεδρος της ΔΕΗ. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 07/10/07)