Του Νίκου Νικολάου
Η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 14% του ΑΕΠ το 2007, που αποτελεί ιστορικό υψηλό, όπως υπογράμμισε και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Ν. Γκαργκάνας, αποτελεί μια εξόχως ανησυχητική εξέλιξη, διότι υπονομεύει τις μακροχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική οικονομία συνεχίζει βέβαια προς το παρόν να αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς (4% και πλέον), διπλάσιους του μέσου όρου της Ευρωζώνης, αλλά η ανάπτυξή της βασίζεται κυρίως στην εγχώρια κατανάλωση και δευτερευόντως στην εγχώρια παραγωγή και τις εξαγωγές, πράγμα που σημαίνει ότι σαν χώρα «ζούμε πέρα από τις δυνάμεις μας», ή όπως καλύτερα το διατύπωσε ο κ. Διοικητής «τρώμε το ψωμί του αύριο». Και πράγματι, όταν η κατανάλωσή μας υπερβαίνει την παραγωγή μας, αυτό σημαίνει ότι την κρατάμε υψηλά δανειζόμενοι. Και όπως η αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών, αλλά και η αύξηση του δημοσίου χρέους σημαίνει ότι σαν πολίτες, αλλά και σαν κράτος προεξοφλούμε μελλοντικά εισοδήματα δανειζόμενοι, προκειμένου να χρηματοδοτήσουμε ένα υψηλότερο επίπεδο ζωής, που όμως δεν ανταποκρίνεται στις προοπτικές της οικονομικής μας θέσης. Για να κάνουμε αυτές τις έννοιες πιο κατανοητές στον αναγνώστη, σπεύδουμε να του εξηγήσουμε ότι όταν λέμε πως η ανάπτυξή μας δεν στηρίζεται στην παραγωγή μας, δεν εννοούμε σε καμιά περίπτωση ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να παράγει όλα τα προϊόντα που καταναλώνει, από παπούτσια μέχρι πλυντήρια και από τυποποιημένα τρόφιμα μέχρι μηχανήματα. Στην ελεύθερη παγκοσμιοποιημένη αγορά, στην οποία ανήκει και η Ελλάδα, η παραγωγή προϊόντων κατανέμεται στις χώρες με το χαμηλότερο κόστος και την υψηλότερη ποιότητα. Ετσι, για μια οικονομία υπηρεσιών, όπως η Ελλάδα, δεν είναι παράδοξο ότι η αξία των εισαγόμενων προϊόντων είναι τριπλάσια εκείνης των εξαγόμενων. Εκείνο, όμως, που βαρύνει εν προκειμένω και οδηγεί στο μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, είναι ότι για τις μεγάλες εισαγωγές μας δεν έχουμε αντίστοιχες εισπράξεις από εξαγωγές υπηρεσιών να τις καλύψουμε. Πράγματι, ενώ η ναυτιλία φέρνει αρκετά χρήματα στην οικονομία μας, ο τουρισμός παρότι αυξημένος δεν είναι ικανός να καλύψει μεγάλο μέρος της δαπάνης για εισαγωγές αγαθών. Επίσης, παρότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιτύχει μια μεγάλη διείσδυση στον χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως επίσης το ίδιο έχουν κάνει και αρκετές ελληνικές βιομηχανίες, τα εισπραττόμενα κέρδη που επιστρέφουν στη χώρα μας είναι ακόμη χαμηλά. Συνεπώς, η πολιτική για τον περιορισμό του υψηλού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να στηριχθεί σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος και ο πλέον δυναμικός θα είναι η αύξηση των εξαγόμενων υπηρεσιών, δηλαδή κυρίως ο τουρισμός μας. Αν το κράτος φροντίσει περισσότερο τον τουρισμό, αν βοηθήσει στη διεθνή του προβολή και κυρίως αν βελτιώσει την υποδομή της χώρας (λιμάνια, αεροδρόμια, συγκοινωνίες), τα έσοδα από τον τουρισμό μπορούν να αυξάνουν τον χρόνο πολύ περισσότερο από το σημερινό αναιμικό ποσοστό του 5%. Ο δεύτερος πυλώνας είναι η στήριξη της γεωργίας μας και της βιομηχανίας μας για καλύτερες εξαγωγικές επιδόσεις. Το ότι τα τελευταία τρία χρόνια αυξήσαμε τις εξαγωγές βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων κατά 20%, αποδεικνύει ότι υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες. Εδώ, όμως, το πρόβλημα είναι να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα και τις δεξιότητες της χώρας μας για να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων. Το αυτό άλλωστε ισχύει και για τον τουρισμό και η αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το ότι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας υποχωρεί. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 13/10/07)