Η σημερινή εκτόξευση της τιμής του αργού στα 85,19 δολάρια βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, εν μέσω του διάχυτου φόβου της αγοράς πως δεν αποτελεί οροφή, αλλά μάλλον ένα ακόμη σκαλοπάτι σε μια πορεία ανόδου που θα συνεχιστεί επί μακρόν. Η αλήθεια είναι πως η κούρσα αυτή της τιμής του «μαύρου χρυσού» τροφοδοτείται από παράγοντες που επηρεάζουν εμμέσως πλην σαφώς την αγορά, χωρίς να προέρχονται από αυτή. Η συνεχιζόμενη ένταση στο βόρειο Ιράκ αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο που δημιουργεί ανησυχία στην αγορά και ευνοεί ακόμη και κερδοσκοπικές τάσεις. Η περιοχή η ίδια είναι πλούσια σε πετρελαϊκά αποθέματα, ενώ βρίσκεται στην περίμετρο ασφαλείας του αγωγού Μπακού – Τσεϊχάν (BTC) μέσω του οποίου διακινείται το πετρέλαιο των δυτικών εταιρειών από την Κασπία. Όσο η ένταση συντηρείται στα βουνά του ιρακινού Κουρδιστάν τόσο θα μεταφράζεται σε δολάρια επί της τιμής του πετρελαίου στα διεθνή χρηματιστήρια. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη διένεξη του Ιράν με τη Δύση σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα. Κάθε ύψωμα του τόνου της αντιπαράθεσης, κάθε υπενθύμιση των αμερικανών περί επιβολής εμπάργκο και άλλων κυρώσεων σε βάρος της Τεχεράνης δημιουργεί ανασφάλεια για νέα ανάφλεξη στην ευαίσθητη περιοχή του Περσικού Κόλπου. Όσο τα «μέτωπα» αυτά παραμένουν ανοιχτά, διατηρείται ανοιχτό και το ενδεχόμενο συνέχισης αυτής της κούρσας των πετρελαϊκών τιμών. Άλλωστε για να ξεπεράσει η τιμή του αργού στο ιστορικό ρεκόρ όλων των εποχών – στις αρχές του ’ 80 – θα πρέπει να υπερβεί τα 110 με 115 δολάρια. Αυτό το γνωρίζουν οι αναλυτές και δεν φοβούνται να πάρουν θέση υπέρ του ενδεχομένου ιδιαίτερα υψηλών τιμών στους επόμενους μήνες. Ήδη μετά από τη σημερινή εκτόξευση της τιμής βρετανοί αναλυτές δεν δίστασαν να κάνουν λόγο για σπάσιμο του φράγματος των 90 δολαρίων ακόμη και μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Οι προϋποθέσεις για ένα ράλι διαρκείας στις τιμές υπάρχουν. Ο ΟΠΕΚ δεν δείχνει διατεθειμένος να αυξήσει την παραγωγή του, τουλάχιστο σε σημαντικό βαθμό. Η δημοσίευση σήμερα του μηναίου δελτίου του Οργανισμού προϊδεάζει για κάτι τέτοιο. Την ίδια στιγμή οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου έχουν αποδοθεί σε μια προσπάθεια περιορισμού των λειτουργικών τους εξόδων προς όφελος των δαπανών έρευνας, με χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα την BP. Η αλήθεια είναι πως οι ανάγκες δαπανών για έρευνα και εκμετάλλευση έχουν ανέβει σημαντικά. Σε αυτό συντελούν μια σειρά από παράγοντες. Πολλά από τα νέα κοιτάσματα βρίσκονται σε δυσπρόσιτες περιοχές, ενώ συχνά αφορούν και τύπους πετρελαίου με αυξημένο κόστος εξόρυξης. Την ίδια στιγμή οι μεγάλες εταιρείες έχουν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες και στις σχέσεις τους με εθνικές κυβερνήσεις. Η CHEVRON και η ΕΝΙ βρίσκονται σε σύγκρουση με την κυβέρνηση του Καζακστάν, η Αλγερία τροποποιεί τους όρους των συμφωνιών με τους ξένους επενδυτές ενώ η ακόμη πιο επιθετική κυβέρνηση του Τσάβες στη Βενεζουέλα έχει ουσιαστικά εκδιώξει αρκετές εταιρείες από τη νοτιοαμερικανική χώρα. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια εικόνα μέσα στην οποία η περαιτέρω αύξηση της τιμής του πετρελαίου μοιάζει τι πιο πιθανό σενάριο. Το μόνο που παραμένει αδιευκρίνιστο είναι ο ρυθμός της ανόδου και – για τους πιο απαισιόδοξους – η οροφή της τιμής του μαύρου χρυσού. Ένα τελευταία στοιχείο είναι πως η άνοδος αυτή της τιμής του πετρελαίου σημειώνεται σε μια χρονική κατά την οποία η ισοτιμία ευρώ – δολαρίου βρίσκεται και αυτή σε σημείο ρεκόρ. Αυτό λειτουργεί, εν μέρει, προστατευτικά για τους ευρωπαίους καταναλωτές, καθώς απορροφά μέρος αυτής της αύξησης. Υπάρχουν, όμως, και όρια σε αυτή την ασπίδα προστασίας η οποία δεν μπορεί να αντέξει επ’ άπειρον.