Η σταδιακή αποκλιμάκωση της τιμής του πετρελαίου από τη Δευτέρα χαρακτηρίστηκε στη «χρηματιστηριακή καθομιλουμένη» ως διόρθωση, μετά από την άνοδο ρεκόρ της περασμένης εβδομάδας. Αρκετοί αναλυτές, κινούμενοι σε αυτό το μήκος κύματος, εμφανίσθηκαν πρόθυμοι να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις επάρκειας των ποσοτήτων «μαύρου χρυσού» για το επόμενο διάστημα. Οι ανησυχίες μπορεί να παρέμειναν, ακούστηκαν, ωστόσο, και φωνές μετριασμού των φόβων. Η είδηση, πάντως, πως ξεκίνησαν οι τουρκικές επιχειρήσεις στην περιοχή του βορείου Ιράκ είναι σχεδόν βέβαιο πως θα ανατρέψει την εικόνα αυτών των ημερών. Οι φόβοι για τη διοχέτευση πετρελαίου από τους αγωγούς που διέρχονται μέσω Ιράκ και Τουρκίας θα επανέλθουν και πάλι εμφατικά στο προσκήνιο, αυτή τη φορά μάλιστα υπό το καθεστώς της υπαρκτής και όχι επαπειλούμενης εισβολής. Το ερώτημα, πλέον, είναι, εάν η απειλή εισβολής οδήγησε την τιμή στα 90 δολάρια, πού θα φτάσει τώρα, με τις επιχειρήσεις να μαίνονται και – ενδεχομένως- τους Τούρκους στρατιώτες να αντιμετωπίζουν τους Πεσμεργκά της Περιφερειακής Κυβέρνησης του Κουρδιστάν; Όλα αυτά φυσικά κινούνται στο πλαίσιο της λεγόμενης «ψυχολογίας της αγοράς». Των παραγόντων, δηλαδή, εκείνων που παροτρύνουν ή αποθαρρύνουν επιχειρηματικές κινήσεις πέρα από την αξιολόγηση των πραγματικών και μόνο δεδομένων. Ας δούμε, όμως, μερικά αριθμητικά μεγέθη που απεικονίζουν το χάσμα μεταξύ ψυχολογικών φόβων και ορθολογικών εκτιμήσεων. Σύμφωνα με τον Mike Wittner, αναλυτή της Societe Generale, η ημερήσια παραγωγή του Ιράκ από το 2003 έχει πέσει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα και αντιστοιχεί πλέον σε 25 με 27.000 βαρέλια ημερησίως. Την ίδια στιγμή, αξιωματούχος του ΟΠΕΚ, μιλώντας στο πρακτορείο Reuters, έκανε την εκτίμηση πως ενδεχομένως χρειάζεται αύξηση της ημερήσια παραγωγής του Οργανισμού κατά 500.000 βαρέλια Με άλλα λόγια, η ποσότητα που εξάγει το Ιράκ (και τίθεται εν αμφιβόλω από την ένταση στην περιοχή) αντιστοιχεί σε μικρό κλάσμα των διεθνών αναγκών και μόλις στο 5% της επιπλέον σχεδιαζόμενης αύξησης της παραγωγής. Πώς θα δικαιολογηθεί, επομένως ένα νέο κύμα αύξησης της τιμής κατά 8% ή 10%, όπως το προηγούμενο; Σαφώς και υπάρχουν άλλοι παράγοντες (μείωση αποθεμάτων, αυξημένο κόστος μεταφοράς προϊόντων αλλά και τεχνολογίας εξόρυξης) αλλά αυτοί οι παράγοντες είναι χρόνιοι, αναμενόμενοι, προβλέψιμοι και δεν δικαιολογούν «εκρήξεις» στην τιμή. Οι «εκρήξεις» αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν παρά μόνο με την επίκληση ενός ακόμη αποφασιστικού παράγοντα που δεν πρέπει να ξεχνάμε : της κερδοσκοπίας. Ας τον έχουμε υπόψιν μας για τις επόμενες ημέρες.