Η συζήτηση για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας είναι επίκαιρη τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο – με το πρόσφατο πακέτο προτάσεων της Επιτροπής - όσο και στο ελληνικό με αφορμή την πορεία αναδιάρθρωσης της ΔΕΗ. Σε σχέση με το τελευταίο, η διαμάχη μεταξύ Διοίκησης και εργαζομένων έχει φέρει στο προσκήνιο τα βασικά επιχειρήματα των δύο πλευρών. Από τη μια πλευρά τίθενται ζητήματα βιωσιμότητας της Επιχείρησης και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς της και από την άλλη τα όσα αφορούν την κατοχύρωση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων. Αυτό που λείπει είναι η οπτική των καταναλωτών. Τι μπορούν να περιμένουν από τις εξελίξεις στην ελληνική αγορά. Ασφαλώς μιλάμε για βελτίωση υπηρεσιών αλλά κυρίως για διασφάλιση προσιτών τιμών κατανάλωσης. Ως προς το τελευταίο, η εύκολη και πρόχειρη απάντηση είναι πως η αύξηση του ανταγωνισμού σε ένα απελευθερωμένο περιβάλλον αγοράς θα οδηγήσει και σε πτώση των τιμών. Το επιχείρημα αυτό θα ήταν αρκετά πιο πειστικό υπό άλλες συνθήκες και όχι εν μέσω της παρούσας διεθνούς συγκυρίας στον κλάδο της ενέργειας. Πρώτα από όλα η ενέργεια είναι επί της ουσίας προϊόν ανελαστικής ζήτησης και επομένως εξ ορισμού αμβλύνεται η ισχύς του παραπάνω επιχειρήματος. Επιπλέον, η κρίση διαρκείας στην αγορά των υδρογονανθράκων και η μεταβατική περίοδος σε ό,τι έχει να κάνει με τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας δεν συνιστούν προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας των κανόνων της αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, στην οποία η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας δεν ωφέλησε ιδιαίτερα τους καταναλωτές. Η μέση ετήσια επιβάρυνση κάθε νοικοκυριού για ηλεκτρικό – παρά την αύξηση του ανταγωνισμού - παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη επί μια πενταετία (από το 2001), κινούμενη μεταξύ 57 και 62 λιρών, για να εκτοξευθεί σχεδόν κατά 50% μέσα στο 2006, φθάνοντας τις 88 λίρες. Αυτό το παράδειγμα δείχνει ότι οι καταναλωτές στην Ελλάδα δεν θα πρέπει να αναμένουν απαραίτητα βελτίωση σε ό,τι αφορά τις ενεργειακές τους δαπάνες. Ιδιαίτερα σε μια συγκυρία κατά την οποία επανεμφανιζόμενα κρατικά μονοπώλια διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις διεθνείς ενεργειακές τιμές πρώτων υλών, μειώνονται τα περιθώρια απορρόφησης των κραδασμών που μπορεί να έχει μια απελευθερωμένη εσωτερική αγορά. Το ερώτημα που προκύπτει είναι μήπως υιοθετείται ένα μοντέλο λειτουργίας της αγοράς ετεροχρονισμένα, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του τις υπάρχουσες αλλά και τις διαγραφόμενες απαιτήσεις της εποχής.