Η καινοτομία αποτελεί βασικό μοχλό ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας, αλλά δυστυχώς οι ελληνικές επιχειρήσεις υστερούν στον τομέα αυτόν και η ανταγωνιστικότητά τους υπολείπεται των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Βασική αιτία είναι οι χαμηλές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D).

Η Ελλάδα υστερεί διαχρονικά σε επίπεδο επενδύσεων R&D έναντι τόσο της συνολικής παγκόσμιας δαπάνης όσο και της αντίστοιχης στην ΕΕ (1,12% του ελληνικού ΑΕΠ έναντι 2,23% του παγκόσμιου AEΠ και 2,03% του ευρωπαϊκού). Το παράδοξο είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη υστέρηση έναντι του μέσου όρου της ΕΕ (1,28%), αφού οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη αντιπροσωπεύουν το 0,55% του ΑΕΠ, ενώ οι δημόσιες δαπάνες για R&D φτάνουν στο 0,57% του ΑΕΠ, πολύ κοντά στον κοινοτικό μέσο όρο του 0,75%.

Προβληματικό είναι και το γεγονός πως παρά την αύξηση του αριθμού των νέων επιχειρηματικών προσπαθειών οι περισσότερες από αυτές δεν χαρακτηρίζονται από καινοτομικά χαρακτηριστικά αλλά υιοθετούν καθιερωμένες τεχνολογίες.

Κόντρα στο ρεύμα όμως πηγαίνει ο κλάδος της μικρομεσαίων βιομηχανικών επιχειρήσεων, καθώς τα 2/3 των καινοτόμων επιχειρήσεων στην Ελλάδα προέρχονται από αυτόν τον τομέα.

Σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάπτυξης της Εθνικής Τράπεζας οι καινοτόμες μικρομεσαίες βιομηχανικές επιχειρήσεις πέτυχαν την προηγούμενη πενταετία αύξηση του κύκλου εργασιών τους της τάξης του 11,2% – έναντι μόλις 0,2% για τις μη καινοτόμες – ενώ παράλληλα πέτυχαν υπερτριπλάσια βελτίωση του επιπέδου κερδοφορίας τους (+4,8% έναντι +1,5% για τις μη καινοτόμες). Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, μία στις τρεις μη καινοτόμες ΜμΕ έχει ήδη εκπονήσει σχέδια καινοτομίας για την επόμενη πενταετία. Το όφελος για την ελληνική οικονομία από την υλοποίηση των εν λόγω σχεδιαζόμενων στρατηγικών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, θα αγγίξει τα 0,7 δισ. ετησίως. Η Ελλάδα έχει το ανθρώπινο κεφάλαιο για να υποστηρίξει ένα μπουμ καινοτομίας, αλλά θα πρέπει να εξαλειφθούν αποτρεπτικοί παράγοντες όπως η ανυπαρξία ψηφιακών υποδομών και η ελλιπής χρηματοδότηση, κυρίως λόγω της ρηχής χρηματιστηριακής αγοράς και της χαμηλής διαθεσιμότητας επιχειρηματικών κεφαλαίων.