Του Κ.Ν. Σταμπολή από το Λονδίνο
Ένας συνδυασμός παραγόντων όπως η συνεχιζόμενη υψηλή ζήτηση αργού και προϊόντων, που υποκινείται από την υψηλή παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, η αδυναμία αύξησης της παραγωγής, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι με επίκεντρο την Μέση Ανατολή και το Ιράν καθώς και η μαζική φυγή κεφαλαίων από τις χρηματαγορές των ΗΠΑ και από τα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, ευθύνονται για τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, οι οποίες και έχουν ανατιμηθεί 32% τους τελευταίους δύο μήνες. Αυτό ήτο ένα απ’ τα βασικά συμπεράσματα του ετήσιου διεθνούς συνεδρίου «Oil and Money» το οποίο πραγματοποιήθηκε αυτή την εβδομάδα στο Λονδίνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν εκπρόσωποι διεθνών εταιρειών πετρελαίου (IOC’S) όσο και οι εκπρόσωποι εταιριών από πετρελαιοπαραγωγικές χώρες (NOC’S), η κατάσταση στο μέτωπο της παραγωγής είναι και θα παραμείνει σφικτή καθώς δεν αναμένονται σημαντικές ροές πετρελαίου από νέα μεγάλα κοιτάσματα στο άμεσο μέλλον. Σήμερα, τα συμβόλαια για την ποικιλία WTI ξεπέρασαν τα 96 δολάρια το βαρέλι στο NYMEX της Ν. Υόρκης. Όπως παρατηρεί ο εκτελεστικός διευθυντής του IEA κος Nobuo Tanaka η εξασφάλιση επαρκούς εφεδρικής παραγωγής, δηλαδή πάνω από το σημερινό επίπεδο των 2,5-3,0 εκατ. βαρελιών/ημέρα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή τροφοδοσία της αγοράς. Όμως οι προοπτικές για την αύξηση του περιθωρίου εφεδρικής παραγωγής είναι ελάχιστες σύμφωνα με εκπροσώπους των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών. Παρ’ όλα αυτά είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η παγκόσμιος παραγωγή αυξήθηκε κατά 8 εκατ. βαρέλια/ημέρα τα τελευταία πέντε χρόνια έχοντας διαμορφωθεί τα 85,5 εκατ. βαρέλια/ημέρα το Α’ εξάμηνο του 2007, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του IEA. Η παραγωγή από τις χώρες εκτός OPEC έφθασε τα 52 εκατ. βαρέλια/ημέρα παρά παλιότερες προβλέψεις για 54 ή και 55 εκατ. βαρέλια, γεγονός που είναι ενδεικτικό των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι διεθνείς εταιρείες στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την παραγωγή. Κοινή ήτο εξάλλου η διαπίστωση πολλών εκ των ηγετικών στελεχών του διεθνούς πετρελαϊκού τομέα ότι η εποχή του εύκολου πετρελαίου έχει φτάσει στο τέλος της αφού από δω και στο εξής πολλές επενδύσεις θα αρχίσουν να κατευθύνονται σε οριακά ή δύσκολα κοιτάσματα τα οποία μέχρι πρότινος, με τις φθηνές τιμές πετρελαίου που επικρατούσαν, ήτο αντιοικονομική η εκμετάλλευσή τους. Τέτοια οριακά κοιτάσματα συναντώνται σήμερα στα αμμώδη πετρέλαια του Καναδά και στα πολύ βαρέα πετρέλαια στην περιοχή Orinoco της Βενεζουέλας. Ομιλώντας κατά την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου ο πρόεδρος του OPEC, κ. Μοχάμεντ Μπιν Νταέν αλ Χαμλί, ο οποίος είναι επίσης ο υπουργός πετρελαίων του UAR, τόνισε την δέσμευση του OPEC για ομαλή τροφοδοσία της αγοράς. «Όμως υπάρχει ένα όριο στο τι μπορεί ο OPEC να κάνει για να ελέγξει τις τιμές. Ολοένα και περισσότερο η διεθνής αγορά κινείται πέρα των ορίων επέμβασης του Οργανισμού με τις χρηματαγορές να επηρεάζονται κυρίως από γεωπολιτικούς και άλλους αστάθμητους παράγοντες» παρατήρησε ο πρόεδρος του OPEC. Στο ίδιο μήκος κύματος ο υπουργός πετρελαίου του Κατάρ κ. Αμπντουλά Μπιν Χαμάντ αλ Ατίγια, δήλωσε ότι «είναι ανώφελο να υποστηρίξουμε ότι αυξάνοντας την παραγωγή πετρελαίου την δεδομένη στιγμή θα βοηθήσει στο να μειωθούν οι τιμές. Πιστεύετε πραγματικά ότι εάν αυξήσουμε περαιτέρω την παραγωγή μας (δηλ. του OPEC) κατά 500,000 ή και ένα εκατομμύριο βαρέλια θα επαναφέρει τις τιμές στα πρώτερα επίπεδά τους;» αναρωτήθηκε ο κ. Αλ Ατίγια. Για να συμπληρώσει ότι «σήμερα οι τιμές κινούνται ανεξάρτητα από τα επίπεδα της παραγωγής. Είναι φανερό ότι οι παίκτες των χρηματαγορών έχοντας χάσει τεράστια ποσά στις αγορές ακινήτων και ομολόγων έχουν τώρα μεταπηδήσει στις αγορές εμπορευμάτων». Παράλληλα ο κ. Αλ Ατίγια υποστήριξε ότι ένα σοβαρό πρόβλημα παραμένει η στενότητα που παρατηρείται στα διυλιστήρια για την παραγωγή προϊόντων, κυρίως κηροζίνης και βενζινών. Σε ότι αφορά τα παγκόσμια (γεωλογικά) αποθέματα υδρογονανθράκων και στην ανακάλυψη νέων βεβαιωμένων αποθεμάτων παρατηρείται μία υστέρηση αφού ο ετήσιος μέσος όρος ανακάλυψης κυμαίνεται στα 9,0 εκατ. βαρέλια ενώ οι ανάγκες της αγοράς απαιτούν τουλάχιστον 12.0 εκατ. βαρέλια έτσι ώστε να υπάρξει έγκαιρη εκμετάλλευση για την κάλυψη των διαρκώς αυξανόμενων ενεργειακών αναγκών του πλανήτη. Βάση της λογικής για διαρκώς αυξανόμενα και έτοιμα προς εκμετάλλευση αποθέματα δεν είναι λίγα τα στελέχη διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών που ομιλούν ανοικτά πλέον περί επερχόμενης κρίσης στον τομέα της παραγωγής την οποία τοποθετούν μάλιστα στην μετά το 2012 περίοδο. Η ετήσια παγκόσμια παραγωγή, είτε αυτή προέρχεται από χώρες του OPEC ή εκτός δεν αυξάνεται με τους ρυθμούς που απαιτούνται ώστε να συμβαδίσει με την ισχυρή παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Παρά το γεγονός ότι αρκετά νέα κοιτάσματα ξεκινούν παραγωγή σε διάφορα μέρη του κόσμου από την άλλη πλευρά πολλές χώρες όπως το Ιράκ, για τους γνωστούς λόγους, η Βενεζουέλα, το Ιράν, η Νιγηρία αδυνατούν να αυξήσουν την παραγωγή τους παρά τα σοβαρά περιθώρια που διαθέτουν ενώ σε άλλα μέρη με μεγάλη παραγωγή όπως η Βόρειος Θάλασσα, η παραγωγή έχει πλέον μία φθίνουσα πορεία. «Παρά το γεγονός ότι τα παγκόσμια αποθέματα είναι υψηλότερα όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία του πετρελαίου πολλές χώρες αδυνατούν να παράγουν επαρκείς ποσότητες πετρελαίου για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία. Για να ξεπεραστούν όμως τα προβλήματα θα πρέπει να υπάρξει μία πολύ πιο στενή συνεργασία μεταξύ των IOC’S και NOC’S ώστε να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες επενδύσεις μέσα σε προκαθορισμένους χρονικούς ορίζοντες ώστε να υπάρξουν απτά αποθέματα» παρατηρεί ο κ. Christophe de Marjerie, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Total. Ο ίδιος υποστήριξε εξ άλλου ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στον τομέα εκπαίδευσης στις χώρες παραγωγής ώστε να δημιουργηθεί ικανός αριθμός μηχανικών και στελεχών για να επανδρώσουν τις μονάδες παραγωγής και διύλησης. Τις ανησυχίες αυτές την του κ. de Marjerie εκφράζουν και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη του πετρελαϊκού τομέα όπως λ.χ. ο κ. Andrew Gould, CEO της Schlumberger η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παροχής υπηρεσιών και εξοπλισμού γεωτρήσεων.