Στα μέσα Οκτωβρίου, ο εισηγητής του ΟΗΕ για το δικαίωμα στη σίτιση Ζαν Ζιγκλέρ έκανε έκκληση για την επιβολή πενταετούς μορατόριουμ στην παραγωγή βιοκαυσίμων, χαρακτηρίζοντας «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» τη διάθεση καλλιεργήσιμων εκτάσεων για την παραγωγή φυτών που μετατρέπονται σε «πράσινα» καύσιμα. Οι δηλώσεις του κ. Ζιγκλέρ, που μόνο τυχαίες δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, επανέφεραν στο προσκήνιο τις ανησυχίες μιας μεγάλης μερίδας επιστημόνων και αναλυτών ότι η παραγωγή βιοκαυσίμων θα οδηγήσει στο μέλλον ανθρώπους και αυτοκίνητα σε μια «μάχη» για την εξεύρευση τροφής.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για σημαντικές ελλείψεις τροφίμων μέσα στα επόμενα χρόνια – ανάλογες με αυτές των αρχών της δεκαετίας του ’70 – σε μια περίοδο κατά την οποία οι τιμές προϊόντων όπως το καλαμπόκι, το σιτάρι και το ρύζι έχουν εκτοξευτεί. Ανήσυχος εμφανίστηκε, άλλωστε, πρόσφατα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων (FAO), προειδοποιώντας για τους κινδύνους από την άνοδο στις τιμές των γεωργικών προϊόντων και από την αύξηση της παραγωγής βιοκαυσίμων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η τιμή του σιταριού αναρριχήθηκε φέτος σε ιστορικό ρεκόρ, ενώ τόσο η τιμή του καλαμποκιού όσο και αυτή των κόκκων σόγιας βρίσκονται πολύ πιο πάνω από τα επίπεδα του 1990. Επιπλέον, οι τιμές του ρυζιού και του καφέ εκτοξεύτηκαν στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας. Δεν ήθελαν λοιπόν και πολύ οι διεθνείς εταιρείες τροφίμων για να επιβάλουν βαρβάτες αυξήσεις στα προϊόντα τους, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη γαλλική Danone, η οποία ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα αυξήσεις 10% και έριξε έτσι το «μπαλάκι» στους καταναλωτές. Αν, δε, λάβει κανείς υπόψη τις εκτιμήσεις του FAO για τη μελλοντική πορεία των τιμών – αναμένονται αυξήσεις της τάξεως του 20% με 50% σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία – τότε οι φόβοι περί ανεπάρκειας των τροφίμων φαίνεται να παίρνουν σάρκα και οστά.

Ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης σε αυτό το ράλι των τιμών έχει η ισχυρή ζήτηση από τις αναπτυσσόμενες αγορές της Ασίας. Από κράτη, όπως η Κίνα και η Ινδία, τα οποία βλέπουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους να βελτιώνεται ταχύτατα τα τελευταία χρόνια και αναζητούν διαρκώς τρόπους ενίσχυσης των εισαγωγών για να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες τους. Ο δεύτερος λόγος είναι η αποκαλούμενη «επανάσταση των βιοκαυσίμων».

Σε μια περίοδο κατά την οποία η αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών και η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα έχουν καταστεί μείζονα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, είναι φυσικό η κάθε χώρα να αναζητά και να προωθεί τις δικές της ενεργειακές και περιβαλλοντικές πολιτικές. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ, που είναι δεύτερες αυτή τη στιγμή μετά τη Βραζιλία στην παραγωγή αιθανόλης, σκοπεύουν μέχρι το 2010 να κατευθύνουν το 30% της εγχώριας παραγωγής καλαμποκιού στην παρασκευή «πράσινων» καυσίμων.

Σε κάθε περίπτωση, όσο επιτακτική και αν είναι η ανάγκη επίλυσης του ενεργειακού ζητήματος, η στροφή στα βιοκαύσιμα – όπως και σε οποιαδήποτε άλλη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας – θα πρέπει να γίνεται έπειτα από μια σοβαρή και ενδελεχή μελέτη όλων των παραμέτρων της. Και θα πρέπει να πραγματοποιείται λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στο παγκόσμιο σκηνικό. Τόσο σε επίπεδο οικονομίας όσο και σε επίπεδο κοινωνίας. Γιατί, εν τέλει, το ζήτημα είναι να επιλύεται το εκάστοτε πρόβλημα, χωρίς να δημιουργείται ένα άλλο μεγαλύτερο (στην προκειμένη η διατάραξη της ασφάλειας των τροφίμων).

Μια πολλά υποσχόμενη λύση εδώ είναι τα βιοκαύσιμα «δεύτερης γενιάς» – αυτός είναι άλλωστε και ο στόχος της πρότασης Ζινγκλέρ για πενταετές μορατόριουμ – τα οποία και «καθαρά» θα είναι και δεν θα δεσμεύουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, καθώς θα παράγονται από πρώτες ύλες όπως το ξύλο, το άχυρο και το γρασίδι. Ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ, έχουν αρχίσει ήδη να τα αναπτύσσουν. Ωστόσο, το υψηλό κόστος που απαιτείται για την κατασκευή «βιοδιυλιστηρίων» θέτει προς το παρόν εμπόδια στην ευρεία χρήση τους.