Το επίπεδο στο οποίο πλέον κυμαίνεται η διεθνής τιμή του "μαύρου χρυσού" καθιστά αποδοτική την επένδυση σε (πιθανά) κοιτάσματα σε περιοχές δυσπρόσιτες, χωρίς επαρκείς υποδομές, ακόμη και γεωπολιτικά ασταθείς. Το βόρειο Ιράκ είναι μια από αυτές, όπως και άλλες περιοχές με υψηλό ερευνητικό ρίσκο ή δύσκολα αντλήσιμα κοιτάσματα.

Δύο ακόμη δυτικές εταιρείες ανακοίνωσαν σήμερα τη σύναψη συμφωνιών για την απόκτηση δικαιωμάτων έρευνας και παραγωγής πετρελαίου σε περιοχές του βορείου Ιράκ, που ελέγχονται από την Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση. Πρόκειται για την ουγγρική MOL και τη βρετανική Gulf Keystone Petroleum οι οποίες απέσπασαν τα δύο ακόμη συμβόλαια από τα αρκετά που έχουν παραχωρήσει οι κουρδικές αρχές σε ξένες εταιρείες τους τελευταίους μήνες. Μεταξύ των εταιρειών που έχουν έως τώρα υπογράψει συμβόλαια στην περιοχή συγκαταλέγονται αρκετές ακόμη γαλλικές και αμερικανικές εταιρείες. Η είδηση είναι σημαντική – παρά το μάλλον μικρομεσαίο μέγεθος τόσο των εμπλεκόμενων εταιρειών όσο και των προγραμματιζόμενων επενδύσεων - από αρκετές απόψεις.

Αρχικά διότι αφορά μια περιοχή η οποία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της διεθνούς επικαιρότητας εδώ και αρκετές εβδομάδες λόγω της επαπειλούμενης τουρκικής εισβολής. Η συνεχιζόμενη ένταση υπήρξε, άλλωστε, η αφορμή της πιο πρόσφατης κούρσας των τιμών του διεθνούς πετρελαίου που έχε οδηγήσει το μαύρο χρυσό στο κατώφλι των 100 δολ. ανά βαρέλι. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει παράδοξο, πετρελαϊκές εταιρείες να επενδύουν σε ένα σημείο του πλανήτη έτοιμο να τυλιχτεί στις φλόγες ενός πολέμου που αν εκραγεί δεν θα είναι σύντομος και θα επηρεάσει άμεσα και την ευρύτερη περιοχή. Με ποιο σκεπτικό, επομένως, οι επιχειρήσεις αυτές αποφάσισαν να αναλάβουν ένα τέτοιο ρίσκο;

Η απάντηση βρίσκεται αφενός στο ύψος όπου έχει διαμορφωθεί πλέον η τιμή του πετρελαίου και αφετέρου στην ολοένα και πιο δύσκολη εξεύρεση και πρόσβαση σε πετρελαιοφόρες περιοχές. Το επίπεδο στο οποίο πλέον κυμαίνεται η  διεθνής τιμή του "μαύρου χρυσού" καθιστά αποδοτική την επένδυση σε (πιθανά) κοιτάσματα σε περιοχές δυσπρόσιτες, χωρίς επαρκείς υποδομές, ακόμη και γεωπολιτικά ασταθείς. Το βόρειο Ιράκ είναι μια από αυτές, όπως και άλλες περιοχές με υψηλό ερευνητικό ρίσκο ή δύσκολα αντλήσιμα κοιτάσματα. Ταυτοχρόνως, υπάρχει και η παράμετρος του αυξημένου ανταγωνισμού επί διαρκώς συρρικνούμενων αποθεμάτων πετρελαίου που οδηγεί αρκετές εταιρείες, κυρίως τις μικρότερες, στην ανάληψη διαρκώς υψηλότερων ρίσκων.

Την ίδια στιγμή, όμως, και σε ό,τι έχει να κάνει με τη συγκεκριμένη περίπτωση του βορείου Ιράκ, οι αναλυτές γνωρίζουν (ή έστω ποντάρουν στο ) ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ της απειλής πολέμου και της υλοποίησής της. Η Τουρκία επί του παρόντος προβαίνει σε μια εντυπωσιακή επίδειξη στρατιωτικής ισχύος στα νοτιοανατολικά της σύνορα, συγκεντρώνοντας σχεδόν 100.000 στρατιώτες με αφθονία μέσων (άρματα μάχης, πυροβολικό και αεροπορία) έναντι 3-4 χιλιάδων (το πολύ) μαχητών του PKK. Η δυσαναλογία και η υπερβολή είναι εμφανής. Δεν είναι καθόλου βέβαιο, ωστόσο, ότι η τουρκική ηγεσία προτίθεται να πραγματοποιήσει τις απειλές της, ειδικά όταν το διεθνές περιβάλλον επιμένει να είναι αποτρεπτικό. Άλλωστε οι πόλεμοι διεξάγονται, δεν προαναγγέλλονται, ούτε λαμβάνουν χρονοδιάγραμμα και αριθμό πρωτοκόλλου από νομοθετικά σώματα.