Δεν Τολμάμε να Σπάσουμε Aυγά

Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότερες πολιτικές διακηρύξεις στην χώρα μας πνίγονται στην ασάφεια, στις γενικότητες και στον βερμπαλισμό. Ολοι αποφεύγουν το συγκεκριμένο. Και μοιράζουν ταμπέλες παντού. Πάντα με βάση τον φτηνό λαϊκισμό.
Του Ανδρέα Ανδριανόπουλου - ΕΣΤΙΑ
Παρ, 9 Νοεμβρίου 2007 - 04:12

Περί ανάπτυξης λοιπόν ο λόγος. Τείνει να γίνει το απροσδιόριστο ευαγγέλιο των ημερών για κόμματα και πολιτικές προσωπικότητες. Κι απροσδιόριστο διότι συνήθως δεν συνοδεύεται με επεξηγηματικά σχόλια για το πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί. Είναι φυσικό σε μιά χώρα που παραμένει σχεδόν ακίνητη στο τέλμα των λογής αδιεξόδων η επιδίωξη της ανάπτυξης να προϋποθέτει αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Το ενδιαφέρον για τα πιό αδύναμα εισοδηματικά κοινωνικά στρώματα αυταπόδεικτα απαιτεί κινήσεις διεύρυνσης του πλούτου της χώρας. Πολιτικές εκδοχές διαφέρουν ίσως στο ζήτημα της διανομής του σωρευόμενου πλούτου. Η Αριστερά εκτιμά πως η αναδιανομή πρέπει να γίνεται από τα πάνω, μέσω κρατικής πρωτοβουλίας. Με μοχλό βέβαια, για την πραγματοποίηση της προσπάθειας αυτής, την φορολογία. Οι οπαδοί της αγοράς υποστηρίζουν αντίθετα πως η συμμετοχή των φτωχότερων στον δημιουργούμενο πλούτο οφείλει να γίνεται μέσα από την αυτόματη μετακίνηση εισοδημάτων σε όλο κι ευρύτερα στρώματα μέσα από τη συνάντηση αυξημένης παραγωγής, διευρυνόμενης απασχόλησης, μεγαλύτερης ζήτησης και χαμηλότερων φόρων, που αφήνουν διαθέσιμο περισσότερο ατομικό εισόδημα.

Και οι μεν και οι δε όμως συμφωνούν πως απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση των επιδιώξεών τους είναι η δημιουργία πλούτου. Δηλαδή, η ανάπτυξη. Αλλά πώς επιτυγχάνεται η ανάπτυξη; Τμήματα της Αριστεράς εκτιμούν πως την ανάπτυξη πραγματοποιούν μοναχά οι εργάτες με τον ιδρώτα τους. Για να ιδρώσουν όμως οι εργαζόμενοι, θα πρέπει πρώτα να υπάρχει κάποιος φορέας που τους απασχολεί και χρηματοδοτεί την απόκτηση πρώτης ύλης, την εξασφάλιση του απαραίτητου μηχανολογικού εξοπλισμού, την οργάνωση της παραγωγής, τη διαφήμιση των προϊόντων και τη δυναμική κατάκτηση των ντόπιων και διεθνών αγορών. Δίχως το ρίσκο του ιδιωτικού κεφαλαίου, που διατίθεται δίχως αποδόσεις για μεγάλο διάστημα -πριν καν αρχίσει η παραγωγή- είναι αδύνατο το στήσιμο μιάς οποιασδήποτε αποτελεσματικής παραγωγικής μονάδας. Η τύχη των κρατικών επιχειρήσεων, και σε παγκόσμια κλίμακα μάλιστα, είναι σε όλους γνωστή.

Εξυπακούεται πως η ανάπτυξη εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από την επένδυση ιδιωτικών κεφαλαίων στην οικονομία μιάς χώρας. Κι αν η αγορά της είναι σχετικά μικρή, η υπάρχουσα τεχνογνωσία περιορισμένη και τα ντόπια κεφάλαια λίγα, η εισροή επενδύσεων από το εξωτερικό είναι απόλυτα απαραίτητη. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα: Πώς εξασφαλίζεται η σχετική εισροή; Οχι, οπωσδήποτε, με την ακινησία. Αν δεν γίνουν μεγάλες αλλαγές, σίγουρα τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Και οι αλλαγές οφείλουν να είναι ριζοσπαστικές. Διαφορετικά, οι θετικές συνέπειες θα είναι ανύπαρκτες.

Προς ποιά κατεύθυνση λοιπόν οι αλλαγές; Αυτονόητα βέβαια μιλάμε για επενδύσεις στον κλασσικό τριτογενή τομέα. Κι όχι στην τεχνολογία της Νέας Οικονομίας. Που, σύμφωνα με τους ειδικούς, απαιτούν για να γίνουν περιοχές πλούσιες σε υποδομές γνώσης, πληροφοριών, ιδεών και καινοτομίας (βλ. Adam Segal, “Is America Losing Its Edge?”, στο Foreign Affairs Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2004). Στοιχεία δηλαδή αντικειμενικά δυσεύρετα στον τόπο μας.

Οσοι πιστεύουν στην αναγκαιότητα του κρατικού παρεμβατισμού, βλέπουν σαν λύση για αλλαγές τα κίνητρα. Που όμως προϋποθέτουν την ύπαρξη μεγάλης κρατικής γραφειοκρατίας για αξιολόγηση προτάσεων, έλεγχο ποιότητας και προώθηση εγκρίσεων και κονδυλίων. Η μεγάλη όμως γραφειοκρατία αποθαρρύνει τον ιδιωτικό σχεδιασμό. Κι αποτρέπει κυρίως την ροή χρημάτων από το εξωτερικό. Οπου η διάθεση για ρίσκο είναι, αν όχι περιορισμένη, πάντως περισσότερο διστακτική. Κι εν πάση περιπτώσει, το διεθνές κεφάλαιο δεν περιμένει ευνοϊκές ρυθμίσεις για να κινηθεί μέσα σε μιά καινούργια αγορά. Αυτό που ζητάει είναι συνθήκες ασφάλειας και προοπτικές δυναμικής κερδοφορίας.

 Γι’ αυτό λοιπόν οι οπαδοί των ελεύθερων αγορών δεν δίνουν την παραμικρή σημασία στα μη φορολογικά κίνητρα. Το κύριο ζήτημα γι’ αυτούς είναι η σταθερά χαμηλή φορολογία, η ουσιαστική ευελιξία της αγοράς εργασίας, η απουσία κρατικών παρεμβάσεων και ελέγχων στο στήσιμο και τη λειτουργία της επιχειρηματικής δραστηριότητας και η παρουσία ανθρώπινου δυναμικού με σωστή και υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και νοοτροπία πειθαρχημένου επαγγελματία. Είναι φανερό πού ακριβώς πάσχει ο τόπος σε όλα αυτά τα ζητήματα. Γι’ αυτό ίσως και πολλοί αντιπαθούν τις πολιτικές της αγοράς. Που παρουσιάζουν ανάγλυφα τα υπαρκτά μας αδιέξοδα. Και που επιβάλλουν ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες για να αλλάξει κάτι. Που όμως δεν υπάρχουν πολλοί που έχουν το θάρρος να τις αναλάβουν.

Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότερες πολιτικές διακηρύξεις στην χώρα μας πνίγονται στην ασάφεια, στις γενικότητες και στον βερμπαλισμό. Ολοι αποφεύγουν το συγκεκριμένο. Και μοιράζουν ταμπέλες παντού. Πάντα με βάση τον φτηνό λαϊκισμό. Κάποιοι αποκαλούνται «δεξιοί», σαν βρισιά. Σαν δείγμα πολιτικής απαξίωσης. Δίχως αναφορά σε πολιτικές και ιεραρχήσεις. Κάποιοι άλλοι «αριστεροί». Σαν δείγμα εύνοιας και αναγνώρισης. Σε καμμία όμως περίπτωση οι ταμπέλες δεν εξειδικεύονται. Με αποτέλεσμα να κυλάμε και πάλι στη μετριότητα. Αν είναι δυνατόν! Στις αρχές του 21ου αιώνα η ταμπέλα της Αριστεράς να ελκύει ακόμη λαϊκές συμπάθειες. Και να επιβάλλει πολιτικές συμπεριφορές. Το ποιός φταίει γι’ αυτό είναι αυτονόητο. Ο πολιτικός μας κόσμος. Και τα μεγάλα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Συνέχεια της «ήπιας προσαρμογής» λοιπόν. Συνοδευόμενης από αδράνεια, αμηχανία και άτολμο τακτικισμό. Δεν τολμάμε να σπάσουμε αυγά. Και δεν θα φτιάξουμε έτσι ποτέ ομελέτα.