Με την τιμή του αργού να έχει φθάσει τα 98 δολάρια το βαρέλι (NYMEX, 8/11/07) και με προοπτική αυτή να ξεπεράσει το ψυχολογικό και πραγματικό φράγμα των 100 δολαρίων μέσα στις προσεχείς ημέρες και εβδομάδες, η εποχή του ακριβού πετρελαίου έφθασε.

Με την τιμή του αργού να έχει φθάσει τα 98 δολάρια το βαρέλι (NYMEX, 8/11/07) και με προοπτική αυτή να ξεπεράσει το ψυχολογικό και πραγματικό φράγμα των 100 δολαρίων μέσα στις προσεχείς ημέρες και εβδομάδες, η εποχή του ακριβού πετρελαίου έφθασε. Μία εξέλιξη που ήτο ήδη εμφανής εδώ και τρία χρόνια σε όσους παρακολουθούν την διεθνή αγορά πετρελαίου και έχουν την συνήθεια να σημειώνουν τιμές και να συγκρίνουν νούμερα.

Εδώ και καιρό οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι η παγκόσμια παραγωγή δεν επαρκεί να καλύψει μία διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση ενώ ταυτόχρονα παρατηρούνται σοβαρά προβλήματα στον εφοδιασμό της αγοράς με λευκά προϊόντα λόγω της ιδιαιτερότητας στην διυλιστική αλυσίδα και στην επικέντρωση σε οικονομικά συμφέροντα προϊόντα. Η στενότητα στη παγκόσμιο αγορά είναι φυσικό ότι περιορίζει την δυνατότητα δημιουργίας επαρκών αποθεμάτων, κάτι που επηρεάζει τις παραγγελίες των διυλιστηρίων και τα discounts των παραγωγών. Και επειδή η εικόνα από πλευράς παραγωγής δεν πρόκειται να αλλάξει από την μία ημέρα στην άλλη, ακόμα και εάν ο OPEC ρίξει και άλλο ένα εκατομμύριο βαρέλια στην αγορά (πλέον των 500.000 που αύξησε την παραγωγή του τον Νοέμβριο) οι τιμές θα τείνουν να κρατηθούν στο επίπεδο των 90-100 δολαρίων εάν δεν αυξηθούν κιόλας. Ταυτόχρονα, γεωπολιτικοί παράγοντες όπως η κρίση με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η κακοκαιρία στη Βόρειο Θάλασσα, οι τρομοκρατικές ενέργειες σε πλατφόρμες πετρελαίου στο Μεξικό όπως και στο Δέλτα του Νίγηρα στην Νιγηρία λειτουργούν ένα αρνητικό κλίμα στην αγορά με άμεση αντανάκλαση στις τιμές.

Στα 105 και 110 δολάρια το βαρέλι οι τιμές σε πραγματική, αποπληθωρισμένη αξία, αγγίζουν πλέον τα επίπεδα των τιμών του Απριλίου του 1980 όταν το βαρέλι είχε φθάσει να πωλείται στα 39,5 δολάρια στο αποκορύφωμα της Ισλαμικής επανάστασης του Ιράν. Άρα από πλευράς τιμών κινούμεθα πλέον στους ρυθμούς μιας κρίσης. Είναι όμως η τιμή ο μόνος καθοριστικός παράγων που χαρακτηρίζει μια κρίση; Φυσικά και δεν είναι αφού θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας την διάρκεια, τους ρυθμούς αύξησης των τιμών, τις επιπτώσεις στον πληθωρισμό και στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Στην σημερινή κρίση, σε αντίθεση με τις προηγούμενες του 1973 και 1979/80, παρατηρούμε ότι ο ρυθμός αύξησης των τιμών διαχρονικά είναι σχετικά σταθερός όπου η αξία του αργού ανεβαίνει σχεδόν σταθερά ανά 10 δολάρια κατ’ έτος έχοντας αυξηθεί 300% σε περίοδο πέντε ετών. Αντίθετα το 1973 η τιμή αυξήθηκε σχεδόν 300% μέσα σε δύο μήνες!

Σήμερα με την παράλληλη μείωση της αγοραστικής αξίας του δολαρίου και την άνοδο του ευρώ και άλλων νομισμάτων οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό υπήρξαν μικρές και ελεγχόμενες ενώ η σταδιακή και μακρόσυρτη αύξηση των τιμών έδωσε την δυνατότητα στις οικονομίες των πετρελαιοεισαγωγικών χωρών για μία ήπια προσαρμογή. Επιπλέον η συμμετοχή του πετρελαίου στην παραγωγική διαδικασία έχει αισθητά συρρικνωθεί τα τελευταία 25 χρόνια με την πετρελαϊκή ένταση μειωμένη κατά 30%. Δηλαδή η ανά κεφαλή παραγόμενη μονάδα οικονομικού προϊόντος χρησιμοποιεί πολύ λιγότερο πετρέλαιο από ότι συνέβαινε στη δεκαετία του ΄70 ή του ΄80.

Έτσι ενώ το πετρέλαιο τρέχει με 100 η παγκόσμια οικονομία δεν επηρεάζεται τόσο όσο άλλοτε και για αυτό το ΔΝΤ προβλέπει να συνεχίζεται η ισχυρή παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη με ρυθμούς τουλάχιστον 4,5% και για το 2008. Οι μειωμένες επιπτώσεις στην οικονομία, από το πράγματι ακριβό πετρέλαιο δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε το αγαθό αυτό ως ένα απλό εμπόρευμα. Πρώτον, διότι είναι πολύ πιθανό οι τιμές να αυξηθούν ακόμα περισσότερο αφού η παγκόσμιος παραγωγή είναι δεδομένη. Δεύτερον, διότι σταδιακά θα πρέπει να υπάρξει απεξάρτηση από ένα προϊόν, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του οποίου ελέγχεται από ένα καρτέλ ή άλλες ολιγοπωλιακές δυνάμεις.

Για την Ελλάδα η ιδιότυπη αυτή πετρελαϊκή κρίση θα πρέπει να ερμηνευτεί ως ευκαιρία και ανάγκη για μείωση των εισαγωγών σε μακροπρόθεσμη βάση αλλά και ως ποσοστό στο ενεργειακό μας ισοζύγιο. Διαφορετικά θα εξακολουθούμε να πληρώνουμε υπέρογκα ποσά (10.0 δις. ευρώ για εισαγωγές πετρελαίου το 2006) και έτσι να υποσκάπτουμε συνεχώς των ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.