Η κατακόρυφη μείωση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά προβληματίζει πολύ περισσότερο από το «γκρέμισμα» των τιμών του πετρελαίου. Ένα «γκρέμισμα» όμως το οποίο έρχεται να καταστήσει ακόμη πιο απρόβλεπτη την κατάσταση στην αγορά. Στο οικονομικό επιτελείο δεν ρισκάρουν να «απομονώσουν» τον παράγοντα της κατάρρευσης των τιμών του «μαύρου χρυσού», προκειμένου να μετρήσουν τις συνέπειες, καθώς το ζητούμενο σε αυτή τη φάση είναι να προσπαθεί να δει κανείς τη μεγάλη εικόνα.

 

Από τα πετρελαιοειδή εξαρτάται περίπου το 12% των φορολογικών εσόδων της χώρας ή πάνω από 6 δισ. ευρώ, καθώς εκτός από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης πρέπει να προσμετρηθούν και οι επιπτώσεις στον ΦΠΑ.

Ωστόσο, τα έσοδα από τους φόρους στα πετρελαιοειδή εξαρτώνται πολύ περισσότερο από τον όγκο των πωλήσεων και λιγότερο από την εξέλιξη των τιμών. Και αυτό διότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης, που αποφέρουν πάνω από 4,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, υπολογίζονται με ένα συγκεκριμένο ποσό ανά λίτρο και όχι με έναν συντελεστή, όπως συμβαίνει με τον ΦΠΑ. Έτσι, η απόδοση των ειδικών φόρων εξαρτάται αποκλειστικά από τις ποσότητες που θα αλλάξουν χέρια. Από την άλλη, η αξία των συναλλαγών στα πετρελαιοειδή, εισαγωγές και εξαγωγές, επηρεάζει άμεσα την εικόνα του ΑΕΠ. Το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας στα πετρελαιοειδή είναι ελλειμματικό κατά περίπου 5 δισ. ευρώ τον χρόνο. Θεωρητικά, η μείωση των τιμών και της κατανάλωσης φέρνει και μείωση της αξίας των εισαγωγών, άρα και μικρότερο έλλειμμα. Στην πράξη όμως, μια τέτοια εκτίμηση κρίνεται τουλάχιστον απλουστευτική, καθώς ο λόγος για τον οποίο συρρικνώνεται αυτό το έλλειμμα είναι η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και των μεταφορών, κάτι που έχει προφανώς μεγαλύτερες αρνητικές συνέπειες στην οικονομία από το έλλειμμα στο ισοζύγιο των πετρελαιοειδών.

Από τον ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή και στα παράγωγα αυτών το υπουργείο Οικονομικών έχει προϋπολογίσει να εισπράξει 2,041 δισ. ευρώ (από 1,978 δισ. ευρώ πέρυσι), ενώ από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των ενεργειακών προϊόντων (ο οποίος επηρεάζεται αποκλειστικά από τον όγκο των πωλήσεων και όχι από την τιμή) προβλέπονται εισπράξεις 4,364 δισ. ευρώ, από 4,274 δισ. ευρώ πέρυσι. Δηλαδή, συνολικά, τα έσοδα που εξαρτώνται από τα πετρελαιοειδή φτάνουν στα 6,252 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 12% των προσδοκώμενων εσόδων από φόρους κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς.

Το εμπορικό ισοζύγιο των καυσίμων είναι τα δύο τελευταία χρόνια αρνητικό κατά περίπου 5 δισ. ευρώ. Το 2019, οι εξαγωγές καυσίμων ανήλθαν στα 9 δισ. ευρώ από 10 δισ. ευρώ που ήταν το 2018, ενώ οι εισαγωγές έφτασαν στα 14,1 δισ. ευρώ από 15,2 δισ. ευρώ που ήταν το 2018. Η χώρα έχει γνωρίσει και καλύτερες επιδόσεις σε επίπεδο ισοζυγίου αγαθών. Για παράδειγμα, το 2017, το έλλειμμα στο ισοζύγιο των καυσίμων είχε περιοριστεί στα 3,717 δισ. ευρώ εξαιτίας της μείωσης των εισαγωγών στα 11,6 δισ. ευρώ και της διαμόρφωσης των εξαγωγών στα 7,88 δισ. ευρώ.

(Από τη Ναυτεμπορική)