Αναμένεται περαιτέρω, αν και όχι μεγάλη, μείωση της ανεργίας και αύξηση των πραγματικών μισθών, με κάμψη του πληθωρισμού. Στο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο η ανάκαμψη στην Ευρώπη μάλλον θα ενισχύσει τις εξαγωγές, καλύπτοντας μέρος της πίεσης από τις εισαγωγές που παραμένει υψηλή. Στο δημόσιο ταμείο η υπεραπόδοση των εσόδων λογικά θα εξασθενήσει, χωρίς όμως πίεση στο δημοσιονομικό ισοζύγιο. Τα πραγματικά επιτόκια και το κόστος χρήματος μάλλον θα αποκλιμακωθούν ελαφρώς. Συνολικά, η κεντρική εκτίμηση είναι ότι η νέα χρονιά για την ελληνική οικονομία δεν θα διαφέρει πολύ από την προηγούμενη.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη ανάγνωση των τάσεων, από τη μια πλευρά με ανησυχίες και από την άλλη με ελπίδες αναβάθμισης. Εντονότερες είναι οι ανησυχίες, σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο όπου διατηρούνται στην επιφάνεια για καιρό. Αβεβαιότητες και απαισιοδοξία επιβαρύνουν την πλειονότητα των πολιτών στην Ευρώπη, όπως και στη χώρα μας. Οι πηγές είναι διάφορες. Η συσσώρευση χρέους θα οδηγήσει σε κρίση εθνικές οικονομίες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις; Οι νέες τεχνολογίες, όπως οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, θα εξαλείψουν θέσεις εργασίας και ολόκληρα επαγγέλματα ή θα δημιουργούν νέες και τι σημαίνει αυτό για τους εργαζομένους; Η κλιματική αλλαγή θα έχει βαρύτερες επιπτώσεις και μήπως το αναγκαίο κόστος για την αντιμετώπισή της θα περιορίζει συστηματικά την ευημερία; Οι γεωπολιτικές εντάσεις στη γειτονιά μας μπορεί να εξελιχθούν ακόμη χειρότερα και μαζί με την αμφισβήτηση διεθνών κανόνων να οδηγήσουν σε πίεση για χώρες και τα σύνορά τους; H εξελισσόμενη γήρανση του πληθυσμού επιτρέπει ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια; H μετανάστευση μπορεί να ενισχύσει την οικονομία και την κοινωνία ή θα τις αποσταθεροποιήσει;
Κάθε μία από τις παραπάνω αβεβαιότητες είναι από μόνη της αρκετά μεγάλη ώστε να εκτρέψει μια οικονομία όπως η δική μας. Ασφαλώς, ο συνδυασμός τους αποτελεί μεγάλη οικονομική και πολιτική πρόκληση στα επόμενα χρόνια. Οι τάσεις που θα επικρατήσουν και το πώς θα τοποθετηθεί η χώρα μας θα προσδιορίσουν και το μέλλον της. Θα δημιουργηθούν γραμμές άμυνας και θα υπάρξει προσαρμοστικότητα για εκμετάλλευση των ευκαιριών; Ακόμη και όταν οι επιπτώσεις δεν είναι άμεσες, επηρεάζουν μέσα από τη διαμόρφωση των προσδοκιών. Ενα πλαίσιο συνοχής και προσαρμοστικότητας είναι προϋπόθεση για τη διατήρηση των δυναμικών τμημάτων του πληθυσμού στη χώρα και την προσέλκυση κρίσιμων επενδύσεων.
Αν και οι προκλήσεις δεν είναι λίγες, υπάρχει και μια θετική οπτική, με ελπίδες αναβάθμισης. Η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει και σταθεροποιηθεί, χωρίς να έχει ακόμη σπάσει τον σκληρό πυρήνα των προβλημάτων που την υποβιβάζουν όλες τις τελευταίες δεκαετίες. Το έλλειμμά της, ώστε να ανελιχθεί σε μια ισχυρή οικονομία, ίσως είναι πλέον σαφές. Υστερεί σε εξωστρέφεια, καθώς δεν ανταμείβει όσους εργάζονται ή επιχειρούν όταν δημιουργούν αξία όσο όταν εκμεταλλεύονται περιστασιακές ευκαιρίες σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα. Παράλληλα, η περιπλοκότητα των κανόνων και η ανεπάρκεια κρίσιμων λειτουργιών του δημόσιου τομέα αποθαρρύνει τη νέα παραγωγή και την απόκτηση γνώσης. Στον βαθμό που οι επιλογές πολιτικής τη νέα χρονιά απομακρύνουν την οικονομία από αυτά τα χαρακτηριστικά της, σταδιακά αλλά με σταθερή στόχευση, η δυναμική της θα ενισχυθεί πολλαπλά. Τότε τα εισοδήματα θα μπορούν να αυξάνονται πραγματικά και συστηματικά. Τελικά, το αν θα διατηρηθεί στη σημερινή κατάσταση, αν θα πληγεί από εξωτερικές εξελίξεις ή θα μπει σε μια νέα τροχιά ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης παραμένει ανοιχτό στοίχημα.
*Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
(επιμέλεια: Σάκης Ιωαννίδης - από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")