Με δεδομένο πλέον ότι οι τουριστικές ροές προς την χώρα μας, στην καλύτερη περίπτωση, θα φθάσουν στο 30% των αφίξεων του 2019 εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής.
Όσοι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες τα τελευταία 40 και κάτι χρόνια ενισχύουν με κάθε τρόπο και μέσο την μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, τις περισσότερες φορές εις βάρος άλλων τομέων της οικονομίας, και μάλιστα έχουν την αφέλεια και το θράσος να αποκαλούν τον τουρισμό ως "βαριά βιομηχανία" θα πρέπει να κοιταχτούν στον καθρέπτη.
Πρώτον διότι ο τουρισμός κάθε άλλο παρά βιομηχανία είναι και αποτελεί ύβρις στην μακρόχρονη παράδοση φιλοξενίας της χώρας να αντιμετωπίζεται ο τουρισμός ως ένα ακόμα προϊόν ή υπηρεσία. Την δε στιγμή που ένας ολόκληρος κλάδος (με πλήρη και διαχρονική κυβερνητική υποστήριξη) αντιμετωπίζει απροβλημάτιστα την οργανωμένη φιλοξενία ως "βιομηχανία" τότε ανάλογα θα πρέπει να είναι τα προσδοκώμενα αποτελέσματα από την εκμετάλλευση ή μη του προϊόντος.
Δεύτερον, δεν μπορείς να στηρίζεις την ανάπτυξη μιας ολόκληρης οικονομίας σε μια καθαρά εποχική δραστηριότητα και να προσπαθείς να κοροϊδέψεις εαυτούς και αλλήλους ότι αυτή μπορεί με λίγη προσπάθεια να αποκτήσει διάρκεια για όλο το έτος φέρνοντας ως παράδειγμα τις Ελβετικές Άλπεις. Μόνο που η Ελλάδα απέχει πολύ ακόμα από το να γίνει Ελβετία και να μπορεί να εκμεταλλεύεται τα τουριστικά της assets με σύνεση και μέτρο. Ενώ ταυτόχρονα να θέλεις να αγνοείς τους πολύ υπαρκτούς κινδύνους που δημιουργεί η υπέρ εξάρτηση από τον τουρισμό.
Η σημερινή κρίση του κορωνοϊού έρχεται να μας υπενθυμίσει το πόσο ευάλωτη είναι τελικά η τουριστική δραστηριότητα στις πανδημίες του σήμερα και αύριο σε γεωπολιτικούς και κλιματικούς κινδύνους. Γιατί όπως έγινε το 1974 ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας σύρραξης, έστω και ολιγοήμερης, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο ή την έλευση μακρού κύματος ψύχους και βροχοπτώσεων καθ´όλη τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Οι πολύ πιθανές αυτές καταστάσεις, ιδίως μάλιστα εάν ακολουθήσουν τα αμέσως επόμενα χρόνια, είναι ικανές να τινάξουν στον αέρα το σύνολο του τουριστικού οικοδομήματος και να επιφέρουν ακόμα ένα σοβαρό πλήγμα στην υπερδανεισμένη και παραπαίουσα οικονομία μας.
Είναι δε πολύ εντυπωσιακό το πως κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ενώ "αναπτύσσετο" ο τουρισμός και αυξάνετο η συμμετοχή του στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ( ΑΕΠ) υποχωρούσε άτακτα και καταθλιπτικά η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα, της βιομηχανίας και της μεταποίησης. Έτσι από το 30,5% που ήτο το 1990 η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ, όπου συμπεριλαμβάνεται και ο ενεργειακός τομέας (6,0%), αυτό έχει τώρα πέσει στο 16,9% ενώ το ποσοστό της γεωργίας που ήτο 13,5% πριν τρείς δεκαετίες αυτό τώρα έχει καταρρεύσει στο 4,1%. Αντίθετα κατά το ίδιο διάστημα οι υπηρεσίες, μέσα στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο τουρισμός, από 56% έχουν γιγαντωθεί στο 79,1%.
Τα ανωτέρω στοιχεία φανερώνουν ένα υπερτροφισμό εις όφελος των υπηρεσιών, με βασικό πυλώνα τον τουρισμό, εις βάρος όλων των άλλων δραστηριοτήτων. Η ανισομέρεια αυτή όχι μόνο δεν εξυπηρετεί τα εθνικά αναπτυξιακά συμφέροντα αλλά αποτελεί μια βραδυφλεγή βόμβα στην λειτουργία της ευρύτερης οικονομίας, όπως ακριβώς διαπιστώνεται με πολύ πόνο αυτές τις ημέρες. Εάν κάτι έγινε ξεκάθαρο τις τελευταίες ημέρες εν μέσω της κρίσης του κορωνοϊού είναι ότι θα πρέπει να αναθεωρηθεί τάχιστα το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας με εστίαση στις παραγωγικές δραστηριότητες και έμφαση στον αγροκτηνοτροφικό τομέα και την βιομηχανία, ελαφριά και βαριά.
Εδώ είναι απόλυτα κρίσιμος ο ρόλος του ενεργειακού τομέα ο οποίος προσελκύοντας σοβαρές επενδύσεις και μετασχηματιζόμενος κατά τα επόμενα χρόνια (όπως λχ. Προβλέπει το ΕΣΕΚ) μπορεί να καταστεί βασικός αναπτυξιακός πόλος δημιουργώντας νέα απασχόληση και προσφέροντας ηλεκτρισμό και φ. αέριο σε πλέον ανταγωνιστικές τιμές. Κάτι που δεν ισχύει σήμερα αφού η μικρή (αλλά όχι πλέον πτωχή Ελλάδα) έχει τις ποιο ακριβές χόνδρο εμπορικές τιμές ηλεκτρισμού σε όλη την Ευρώπη, κάτι το οποίο αποτελεί πραγματικό τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανίας και της μεταποίησης και γενικά των όποιων παραγωγικών δραστηριοτήτων στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Και αυτό είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που θα πρέπει να αλλάξουν εάν επιθυμούμε πραγματικά να επιτύχουμε μια διαφοροποίηση του παραγωγικού-αναπτυξιακού μοντέλου.