Η συνεχής αύξηση των τιμών του πετρελαίου τα τελευταία χρόνια η ανάδειξη γεωπολιτικών παραγόντων που δρουν αποσταθεροποιητικά για την παγκόσμιο οικονομία η αβεβαιότητα για την προμήθεια συμβατικών ενεργειακών προϊόντων και γενικά οι δυσκολίες εξεύρεσης νέων μεγάλων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, έχουν στρέψει εκ νέου την προσοχή κυβερνήσεων και εταιρειών στην πυρηνική ενέργεια.

Η συνεχής αύξηση των τιμών του πετρελαίου τα τελευταία χρόνια (από 25 δολάρια το βαρέλι το 2002 στα 100 δολ σήμερα), η ανάδειξη γεωπολιτικών παραγόντων που δρουν αποσταθεροποιητικά για την παγκόσμιο οικονομία (βλέπε τρομοκρατία τύπου Αλ Κάιντα, Αμερικανική κατοχή Ιράκ, τοπικοί εμφυλίοι πόλεμοι), η αβεβαιότητα για την προμήθεια συμβατικών ενεργειακών προϊόντων (πχ Ρωσικό φυσικό αέριο) και γενικά οι δυσκολίες εξεύρεσης νέων μεγάλων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, έχουν στρέψει εκ νέου την προσοχή κυβερνήσεων και εταιρειών στην πυρηνική ενέργεια. Παρά τα όποια προβλήματα και τις δυσκολίες που συνδέονται με την χρήση της πυρηνικής ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι οι νέες προηγμένες τεχνολογίες και οι πιο ασφαλείς μέθοδοι που υπάρχουν σήμερα για την επεξεργασία και αποθήκευση των πυρηνικών αποβλήτων, προσφέρουν μία σοβαρή εναλλακτική λύση στην παραγωγή ενέργειας.

Το γαλλικό πυρηνικό «πρόγραμμα» που ξεκίνησε σχεδόν την επαύριο του εμπάργκο του ΟΠΕΚ το 1973-1974, διαθέτει σήμερα 59 ενεργούς σταθμούς καλύπτοντας το 78% της εγχώριας ζήτησης σε ηλεκτρισμό, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της συμμετοχής σε παγκόσμιο επίπεδο, ακολουθούμενό από τη Σλοβακία, το Βέλγιο και τη Σουηδία, όπου η αντίστοιχη διείσδυση της πυρηνικής ενέργειας στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής κυμαίνεται αντιστοίχως στο 57,5%, το 55,2% και το 45,4%. Σε παγκόσμιο επίπεδο το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται στο 16% για το 2006, ενώ σε επίπεδο Ο.Ο.Σ.Α. η πυρηνικογενής ηλεκτροπαραγωγή ανέρχεται στο 22,4% του συνόλου. Ακόμη και σε χώρες που δεν επέλεξαν να ακολουθήσουν την ταχύτητα του γαλλικού παραδείγματος, όπως η Γερμανία, η Βρετανία, και οι Η.Π.Α. το ποσοστό της ηλεκτροπαραγωγής που εξαρτάται από την πυρηνική ενέργεια αντιστοιχεί στο 26,3%, το 20,4% και το 18,9% του συνόλου.

Όμως ένα σοβαρό ατύχημα και ένα παρ’ ολίγο ατύχημα επαρκούσαν για να ανακόψουν αυτήν την πορεία στο σύνολο σχεδόν της παγκόσμιας σκηνής με τις μοναδικές εξαιρέσεις της Γαλλίας, της Σουηδίας και της Νότιας Κορέας. Το ατύχημα του Chernobyl τον Απρίλιο του 1986 και η μερική τήξη του αντιδραστήρα στο εργοστάσιο Three Mile Island στο Harrisburg της Πενσυλβάνιας τον Νοέμβριο του 1979, δαιμονοποίησαν στα μάτια των κυβερνήσεων, των ρυθμιστικών αρχών, των τραπεζιτών και –πρωτίστως- των πολιτών, τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας ως κάτι το εγγενώς εχθρικό προς το περιβάλλον. Όμως, σήμερα λόγω της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης τα πράγματα φαίνεται ν’ αλλάζουν.

Στην Φινλανδία η γαλλική Areva έχει ήδη ξεκινήσει την κατασκευή ενός νέου πυρηνικού εργοστασίου προηγμένης τεχνολογίας (Evolutionary PowerReactor/EPR) που θα έχει τεθεί σε λειτουργία έως το 2011. Ένας δεύτερος χτίζεται ήδη στη Γαλλία, ενώ ανάλογα προγράμματα βρίσκονται σε εξέλιξη στην Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Η πραγματική ωστόσο έκρηξη στη ζήτηση καταγράφεται στις Η.Π.Α. όπου η Nuclear Regulatory Committee έχει δεχθεί έναν καταιγισμό αιτήσεων για την κατασκευή 27 νέων πυρηνικών σταθμών. Σε παγκόσμιο επίπεδο η International Energy Agency εκτιμά ότι το συνολικό ηλεκτροπαραγωγικό δυναμικό θα αυξηθεί από τα 370 GW σήμερα στα 520 GW έως το 2030 με τη μεγαλύτερο μέρος αυτής της ζήτησης να παραμένει εντός των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. αλλά σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της IEA, Dr. Fatih Birol, η ζήτηση αυτή μπορεί να αυξηθεί ακόμη ταχύτερα εάν επιβληθούν χρηματικά πρόστιμα για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, δεδομένου ότι η πυρηνική ενέργεια έχει μηδενικές εκπομπές ρύπων οποιουδήποτε είδους στην ατμόσφαιρα. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μελέτες της International Atomic Energy Agency/IAEA η πυρηνική ενέργεια είναι τόσο «πράσινη» και καθαρή όσο η αιολική και η υδροηλεκτρική ενέργεια.

Πέραν των προαναφερθέντων δομικών αιτιών που συντελούν στην πυρηνική αναγέννηση μια σειρά τεχνολογικών και οικονομικών παραγόντων αναδεικνύουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ατομικής βιομηχανίας. Τα κυριότερα από αυτά μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

(α) Αν και η κατασκευή ενός πυρηνικού εργοστασίου είναι μια εξαιρετικά δαπανηρή υπόθεση (capex) φτάνοντας τα $2-$3,5 δις. ανά αντιδραστήρα, των 1.000 MW, το κόστος λειτουργίας (opex) ενός πυρηνικού σταθμού παραμένει σταθερό καθ’όλη τη περίοδο λειτουργίας του. Σε αντίθεση με την πρωτογενή τροφοδοσία (feedstock) εργοστασίων που χρησιμοποιούν ανθρακα, αέριο ή πετρέλαιο, το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού από έναν πυρηνικό σταθμό παρουσιάζει τις μικρότερες τιμολογιακές διακυμάνσεις. Ο κύριος λόγος είναι ότι το ουράνιο αναλογεί μόλις στο 5% του τελικού κόστους παραγωγής εάν πρωτοχρησιμοποιείται και μόλις στο 15% εάν επανεισάγεται στον αντιδραστήρα κατόπιν επεξεργασίας του.

(β) Η παραγωγή του ουρανίου υπόκειται σε ελάχιστες πολιτικογενείς αιτίες που θα μπορούσαν να διακόψουν την ασφαλή τροφοδοσία.

(γ) Η σημαντική πρόοδος στην τεχνολογία κατασκευής των αντιδραστήρων μειώνει κατά πολύ τον κίνδυνο των ατυχημάτων των σεισμογενών περιοχών που έχει χρησιμοποιηθεί ως «φόβητρο» στη χώρα μας. Η Ιαπωνία για παράδειγμα είναι πολύ πιο σεισμογενής περιοχή από την Ελλάδα, αλλά είναι ταυτόχρονα μία από τους πρωτοπόρους της ατομικής βιομηχανίας καλύπτοντας έως και το 28% της ζήτησης σε ηλεκτρισμό μέσω πυρηνικών σταθμών.

(δ) Η τεχνολογία κατασκευής αντιδραστήρων έχει επίσης σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία 20 χρόνια όσον αφορά την κλίμακα εφαρμογών της κάτι που μειώνει το χρόνο και το δυνητικό κόστος κατασκευής, ανταποκρινόμενη καλύτερα στις ανά περίπτωση ανάγκες ηλεκτροδότησης ανά χώρα η/και περιφέρεια.

Εν τω μεταξύ η Τουρκία, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, προχωράει στην λεπτομερή μελέτη για τον πρώτο της πυρηνικό σταθμό ηλεκτρισμού, η κατασκευή του οποίου αναμένεται να ξεκινήσει μέσα στο 2008. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα μεγάλο και φιλόδοξο έργο με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 5.000 MW που όταν λειτουργήσει το 2013-14 αναμένεται να συνεισφέρει σταθερή και φθηνή ηλεκτρική ενέργεια αποτρέποντας έτσι ένα βέβαιο ενεργειακό αδιέξοδο.

Τούτων λεχθέντων το ερώτημα που τίθεται είναι για πόσο καιρό ακόμη η Ελλάδα μπορεί να αγνοεί το θέμα της πυρηνικής ενέργειας. Υπό τον μανδύα ενός δήθεν ενδιαφέροντος για το περιβάλλον και την δημόσια υγεία και τις κατά καιρούς κακόφωνες διαμαρτυρίες περιθωριακών περιβαλλοντικών οργανώσεων, διαδοχικές κυβερνήσεις δεν τόλμησαν να ανοίξουν τον φάκελο πυρηνική ενέργεια και να εξετάσουν το θέμα στις πραγματικές του διαστάσεις και σ’ ένα μακροπρόθεσμο πλαίσιο. Όταν όμως έχει καεί η μισή Ελλάδα και τα ποτάμια μας είναι γεμάτα επικίνδυνες τοξικές ουσίες ο μπαμπούλας του περιβαλλοντικού κινδύνου από τυχόν διαρροές ραδιενέργειας δεν είναι δυνατόν να φοβίζει ακόμη. Ένα τέτοιο επιχείρημα είναι εκτός τόπου και χρόνου.

 Πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι οι γειτονικές μας Βουλγαρία και Ρουμανία παράγουν τα τελευταία τριάντα χρόνια ένα σημαντικό μέρος της «φθηνής» ηλεκτρικής τους ενέργειας από πυρηνικούς αντιδραστήρες και ένα μέρος το εξάγουν επικερδώς στην «φοβισμένη» Ελλάδα. Είναι καιρός πιστεύουμε η κυβέρνηση να εγκαταλείψει τις όποιες ιδεοληψίες της κληρονόμησαν οι προκάτοχοι της να πληροφορηθεί και να κατανοήσει τις διεθνείς εξελίξεις και να μελετήσει εκ νέου και με κάθε σοβαρότητα την δυνατότητα κατασκευής ενός ή και περισσότερων πυρηνικών μονάδων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργεια. Μόνο έτσι θα μπορέσει να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια και ν’ αντιμετωπίσει το αναπόφευκτο ενεργειακό έλλειμμα που σύντομα θ’ αντιμετωπίσει η χώρα.