Μια προσεκτική ανάγνωση της τελευταίας Εκθεσης του ΙΕΑ για τις τεχνολογικές καινοτομίες που θα χρειασθουν κατά τα επόμενα χρόνια,προκειμένου μέχρι το 2050, να επιτύχουμε μεγάλη διείσδυση καθαρών συστημάτων παραγωγής ενέργειας,την οποία μάλιστα παρουσιάσαμε πρόσφατα στο πόρταλ( εδω),δεν αφήνει ουδεμία αμφιβολία ότι αυτές θα αναπτυχθούν απο χώρες που διαθέτουν προηγμένες ερευνητικές δομές και όπου η πανεπιστημιακή έρευνα είναι στενά συνδεδεμένη με την βιομηχανία. Κάτι τέτοιο ασφαλώς δεν πρόκειται να συμβεί στην σημερινή Ελλάδα των συνεχών πανεπιστημιακών καταλήψεων,της άκρας κοματικοποίησης και της οργανωμένης αντίδρασης στην αριστεία, την καινοτομία και της χρηματοδότησης ακαδημαϊκής έρευνας απο την βιομηχανία.
Και μπορεί για τις ώριμες οικονομίες του ευρωπαϊκού βορρά που διαθέτουν προηγμένες βιομηχανικές υποδομές οι ΑΠΕ να αποτελούν μια μοναδική ευκαιρία για την αναγέννηση της φθίνουσας βιομηχανίας τους μέσω της ανάπτυξης νέων προϊόντων και τεχνολογίας, σε μία εστιασμένη προσπάθεια ανάκτησης του χαμένου εδάφους λόγω Κίνας - μετά από καθυστέρηση 15 ετών- όμως για την χώρα μας τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Για τον απλούστατο λόγο ότι τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται για την αξιοποίηση των ΑΠΕ,πλην της μικρής εγχώριας παραγωγής ηλιακών θερμικών συστημάτων, είναι όλα εισαγώμενα και μάλιστα με υψηλό κόστος.
Η δε τοπική προστιθέμενη αξία που προκύπτει από την εγκατάσταση των σχετικών συστημάτων είναι ελάχιστη και αφορά κυρίως έργα πολιτικού μηχανικού (λχ. διαμόρφωση τοπίου,θεμελιώσεις) στην περίπτωση των αιολικών πάρκων και ελαφρές μεταλλικές κατασκευές και καλωδιώσεις στην εγκατάσταση φωτοβολταϊκών μονάδων. Έτσι στην καλύτερη περίπτωση η εγχώρια προστιθέμενη αξία, υπό την μορφή εργατικού κόστους και υποδομών, δεν υπερβαίνει συνήθως το 10% με 15% του συνολικού κόστος το έργου.
Στο πλαίσιο αναδιάταξης του μίγματος στην ηλεκτροπαραγωγή ( βλέπε απολιγνιτοποίηση) και βάσει των στόχων του ΕΣΕΚ η Ελλάδα μέχρι το 2030 θα πρέπει να έχει εγκαταστήσει 10- 12 GW μονάδων ΑΠΕ που μεταξύ τους στην καλύτερη περίπτωση προϋποθέτουν περίπου € 13,0 δισεκ. επενδύσεων. Με την μερίδα του λέοντος να καταλαμβάνεται από αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα και οικιακά φωτοβολταϊκά ( € 10,0 δισεκ) και το υπόλοιπο να αντιστοιχεί σε μονάδες γεωθερμίας, βιομάζας και βιοαερίου, μικρά και μεγάλα υδροηλεκτρικά και ηλιοθερμικά συστήματα παντός τύπου. Εάν υποθέσουμε ότι μετά από ένα συντονισμένο εθνικό πρόγραμμα και συστηματική προσπάθεια πετύχουμε ένα 30 % εγχώριας προστιθέμενης αξίας αυτό σημαίνει ότι σε βάθος 10ετιας θα απορροφηθούν από τοπικές επιχειρήσεις γύρω στα €4,0 δισεκ., δηλαδή περί τα € 400 εκ.τον χρόνο.
Και επειδή η στήλη είναι καλοπροαίρετη θα δεχτούμε ακόμα ότι οι παραλλληλες επενδύσεις από ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ για την υποστήριξη έργων ΑΠΕ μπορούν να διαφοροποιηθούν κατα κάποιο τρόπο και να λογισθούν οτι αποτελούν μέρος των επενδύσεων ΑΠΕ, έτσι που το σύνολο των εγχώριων επενδύσεων πέριξ των ΑΠΕ με λίγη φαντασία να φθάσει τα €600 εκατ. τον χρόνο.Συγνώμη αλλά με ένα τέτοιο ποσό που μόλις αντιστοιχεί στο 0,035 % του ετήσιου ΑΕΠ και που κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένο είναι αφού η εκταμίευση του εναπόκειται στην καλή διάθεση και οικονομική ευρωστία των επενδυτών,δεν μπορείς να υποστηρίζεις ως κυβέρνηση ότι η οικονομικη ανάπτυξη της χώρας θα βασιστεί κατα κύριο λόγο στην πράσινη οικονομία και ιδιαίτερα στις ΑΠΕ.
Συμπερασματικά η επικρατούσα κυβερνητική αισιοδοξία περί του ρόλου των ΑΠΕ ως βασικού αναπτυξιακού μοχλού για οικονομικη ανάπτυξη αποτελεί ουτοπία στην καλύτερη περίπτωση για να μην πούμε ότι εύκολα μπορει να εκληφθεί και ως παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι οι ΑΠΕ και οι πέριξ αυτών επενδύσεις θα πρέπει να εγκαταλειφθούν στην τύχη τους. Κάθε άλλο θα πρέπει να καταβληθει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αυξηθεί η εγχώρια προστιθέμενη αξία φθάνοντας ει δυνατόν και το 50%, μέσω της κατασκευής από τοπικές επιχειρήσεις ενός σημαντικού τμήματος του εξοπλισμού με την παράλληλη δημιουργία υψηλής εξειδείκευσης απασχόλησης. Μονό με αυτόν τον τρόπο η ανάπτυξη των ΑΠΕ μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην οικονομικη και κοινωνική ανάπτυξη του τόπου.