Η οικοδόμηση της λεγόμενης Μεγάλης Εκκλησίας, ενός από τα λαμπρότερα κτίσματα της οικουμένης, ολοκληρώθηκε μέσα σε πέντε χρόνια και έντεκα μήνες.
Τα θυρανοίξια του ξακουστού ναού που δημιούργησαν ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος τελέστηκαν πανηγυρικά το Δεκέμβριο του 537.
Ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις
Ο Ανθέμιος γεννήθηκε στις Τράλλεις της Λυδίας περί τα τέλη του 5ου αιώνα.
Ήταν γόνος μιας οικογένειας με αξιοσημείωτη παρουσία στον τομέα των επιστημών, καθώς ο πατέρας του, ο Στέφανος, ήταν γνωστός γιατρός, ενώ οι τέσσερις μικρότεροι αδελφοί του ανέπτυξαν δραστηριότητα σε διάφορα επιστημονικά πεδία (γιατροί ο Αλέξανδρος και ο Διόσκορος, γραμματικός και μαθηματικός ο Μητρόδωρος, νομικός ο Ολύμπιος).
Ο Ανθέμιος παρακολούθησε τα μαθήματα του φημισμένου φιλοσόφου, ρήτορα και αστρονόμου Αμμωνίου στην Αλεξάνδρεια, κι εκεί γνωρίστηκε με διαπρεπείς επιστήμονες της εποχής εκείνης.
Ως μαθηματικός ασχολήθηκε επισταμένως με την κατασκευή ελλείψεων και παραβολών (στο έργο του «Περί παραβολής» ανέλυσε την κατασκευή της παραβολής), ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της θεωρίας για τις τομές των κώνων.
Ο Ανθέμιος υπομνημάτισε το έργο του μαθηματικού Νικομάχου του Γερασηνού, ενώ μελέτησε και ανέπτυξε τις θεωρίες του Αρχιμήδη και του Απολλωνίου σχετικά με τις ελλείψεις και τα κοίλα κάτοπτρα.
Συνέγραψε τη μαθηματική πραγματεία «Περί παραδόξων μηχανημάτων» (De admirabilis machinis), όπου ανέπτυξε και τεκμηρίωσε τη θεωρία των κοίλων κατόπτρων.
Μεγάλη ήταν η προσφορά του Ανθεμίου στην ανάπτυξη των μαθηματικών και στην εφαρμογή των νόμων της γεωμετρίας στη μηχανική.
Ήταν γνωστός στους συγχρόνους του για τις γνώσεις και τις επιδόσεις του στη μηχανική, για τις πρωτότυπες μηχανικές μελέτες και προτάσεις του.
Ο Ανθέμιος απέκτησε μεγάλη φήμη ως αρχιτέκτονας.
Ως εκ τούτου, το 532 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ ζήτησε από τον Ανθέμιο να αναλάβει, με τη βοήθεια και τη συνεργασία του μιλησίου μηχανικού Ισιδώρου, την ανοικοδόμηση του κατεστραμμένου κατά τη Στάση του Νίκα ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, που έμελλε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τη Βασιλεύουσα αλλά και για ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στους κατοπινούς αιώνες.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας, που έφερε πολλές καινοτομίες τόσο ως προς την αρχιτεκτονική σύλληψη όσο και ως προς τη μηχανική εκτέλεση, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα βυζαντινή, σλαβική και εν γένει ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.
Το κατεξοχήν πρωτότυπο στοιχείο του οικοδομήματος ήταν η χρήση σφαιρικών τριγώνων, προκειμένου να δοθεί λύση στο πρόβλημα της στέγασης τετράγωνου χώρου με θόλο.
Η σύλληψη του αρχιτεκτονικού τύπου του τρούλου ήταν αποτέλεσμα των εμπεριστατωμένων ερευνών του Ανθεμίου σχετικά με τα κοίλα κάτοπτρα.
Ο ναός, που εγκαινιάστηκε στις 27 Δεκεμβρίου 537 από τον Ιουστινιανό Α’, αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της αρχιτεκτονικής.
Από τις πηγές πληροφορούμαστε, εξάλλου, ότι ο Ανθέμιος επιστατούσε τις οικοδομικές εργασίες σε πλήθος κτισμάτων εντός και εκτός της Βασιλεύουσας, ενώ είχε επιφορτιστεί από τον Ιουστινιανό (και πάλι μαζί με τον Ισίδωρο) με τη μελέτη και την επίβλεψη αντιπλημμυρικών και οχυρωματικών έργων στην πόλη-φρούριο Δάρας της Άνω Μεσοποταμίας.
Δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία θανάτου του Ανθεμίου.
Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι ο Ανθέμιος πέθανε περί το 534, πριν από την ολοκλήρωση των εργασιών ανοικοδόμησης της Αγίας Σοφίας.
Η πλειονότητα των σύγχρονων ερευνητών δεν αποδέχεται την εν λόγω άποψη.
Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι ο Ανθέμιος είχε πεθάνει πριν από το μεγάλο σεισμό που έλαβε χώρα στις 7 Μαΐου 558 και προκάλεσε την κατάρρευση του τρούλου της Αγίας Σοφίας.
Ο Ισίδωρος από τη Μίλητο
Ο Ισίδωρος γεννήθηκε στη Μίλητο στις αρχές του 6ου αιώνα.
Ασχολήθηκε διεξοδικά με τη μελέτη των μαθηματικών, τη διδασκαλία της ευκλείδειας γεωμετρίας και την εφαρμογή των γεωμετρικών μεθόδων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στον Ισίδωρο αποδίδεται η εφεύρεση ενός οργάνου σε σχήμα πυξίδας για τον υπολογισμό και τη χάραξη παραβολών.
Ο Ισίδωρος έγινε ευρέως γνωστός ως αρχιτέκτονας και μηχανοποιός, δηλαδή πολιτικός μηχανικός, ενώ ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη σχολή μηχανικών.
Μεγάλη ήταν η προσφορά του στη διατήρηση και τη διάδοση των κειμένων του Ευκλείδη και του Αρχιμήδη.
Ο Ισίδωρος ήταν εκείνος που κατάρτισε την πρώτη συλλογή των έργων του Αρχιμήδη, η οποία όμως παρέμεινε ημιτελής (ολοκληρώθηκε τελικά τον 9ο αιώνα από τον Λέοντα τον Μαθηματικό).
Εξάλλου, ο διάσημος μιλήσιος επιστήμονας υπομνημάτισε το έργο του Ήρωνος (μαθηματικού του 1ου αιώνα) «Καμαρικά», το οποίο πραγματευόταν την κατασκευή αψίδων και απαιτούσε εξειδικευμένες γνώσεις μηχανικής.
Πολύ σημαντική θεωρείται η συμβολή του Ισιδώρου στην εκπόνηση και, κυρίως, στην υλοποίηση των σχεδίων της ανοικοδόμησης του ναού της Αγίας Σοφίας.
Ως μηχανικός έλαβε μέρος στην κατασκευή και άλλων ιουστινιάνειων έργων στην Κωνσταντινούπολη, όπως στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Δεν έχουμε στη διάθεσή μας ασφαλή στοιχεία για τη χρονολογία και τον τόπο θανάτου του Ισιδώρου.
Πάντως, είναι βέβαιο ότι και αυτός είχε πεθάνει πριν από τον καταστρεπτικό σεισμό της 7ης Μαΐου 558.
(από in.gr)