Εκατοντάδες χιλιάδες επιπλέον βαρέλια πετρελαίου είναι τα μόνα που μπορούν να απαλύνουν ελαφρώς τον πόνο των αγορών αργού. Τα βαρέλια αυτά όμως έρχονται από ένα «παράξενο» μέρος: το Ιράκ.

ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ χιλιάδες επιπλέον βαρέλια πετρελαίου είναι τα μόνα που μπορούν να απαλύνουν ελαφρώς τον πόνο των αγορών αργού. Τα βαρέλια αυτά όμως έρχονται από ένα «παράξενο» μέρος: το Ιράκ.

Τους τελευταίους μήνες, η συνολική παραγωγή του Ιράκ επέστρεψε στα επίπεδα προ του 2003, όταν οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στη χώρα. Η αύξηση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ενίσχυση της παραγωγής στις βόρειες περιοχές του Ιράκ.

Αν και παραμένει αβέβαιο κατά πόσο αυτά τα κέρδη μπορούν να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα, τα υψηλά νούμερα αποτελούν ενθαρρυντική ένδειξη για τους Αμερικανούς και Ιρακινούς αξιωματούχους της Βαγδάτης.

Τα επιπλέον βαρέλια ήρθαν την κατάλληλη στιγμή για τους καταναλωτές. Οι τιμές αργού έχουν εκτοξευθεί κοντά στα 100 δολάρια ανά βαρέλι, ενώ παράλληλα εξαντλούνται τα αποθέματα. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις αναλυτών, το Ιράκ παράγει περίπου 2,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, ενώ τον Ιανουάριο παρήγαγε 1,74 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.

Τα αυξανόμενα κέρδη πετρελαίου μπορεί να βοηθήσουν την αδύναμη κεντρική κυβέρνηση, η οποία πλήττεται από έλλειψη ρευστότητας και στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να αναπτύξει περαιτέρω βασικές κρατικές υπηρεσίες.

Ωστόσο το Ιράκ έχει δείξει σημάδια ανάκαμψης. Βέβαια οι αναλυτές αναρωτιούνται πόσο θα διαρκέσουν τα εν λόγω θετικά αποτελέσματα. Ο πρώην υπουργός πετρελαίου της χώρας δήλωσε ότι η μεγαλύτερη πρόκληση τώρα για το Ιράκ είναι να διατηρήσει τα επίπεδα παραγωγής.

Η τρέχουσα παραγωγή της χώρας εκτιμάται ότι αναλογεί στο 3% της καθημερινής παγκόσμιας ζήτησης, καθιστώντας την ασιατική χώρα ως μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς του κόσμου.

Όμως η ιρακινή κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να επενδύσει πολλά χρήματα στον εν λόγω τομέα, καθώς κατά τη διάρκεια του 2007 έχει δαπανήσει μόλις το 30% του ρευστού που διέθετε το υπουργείο πετρελαίου. Σε κάθε περίπτωση πάντως η πλειονότητα των αναλυτών και των αξιωματούχων υποστηρίζει ότι τα υψηλά επίπεδα παραγωγής θα διατηρηθούν τουλάχιστον τα επόμενα τέσσερα χρόνια.