To 2016, o τότε υπουργός Οικονομικών του Κουβέιτ, Ανάς Αλσαλέχ, προειδοποιούσε ότι ήταν καιρός πλέον να μειωθούν οι δαπάνες και να προετοιμασθεί το εμιράτο για τη ζωή μετά το πετρέλαιο, αλλά όλοι τον κορόιδευαν. Οι άνθρωποι εκεί, άλλωστε, είχαν μεγαλώσει πιστεύοντας πως θα υπάρχει πάντα μια αστείρευτη πηγή πετροδόλαρων.

Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου καταβάλλει προσπάθεια να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα μετά τη δραστική πτώση της τιμής του πετρελαίου. Η εξέλιξη αυτή εγείρει μείζονα ερωτήματα για το πώς οι χώρες του Κόλπου διοικούνται. Σήμερα δεν έχει τα ηνία του υπουργείου Οικονομικών ο Αλ-σαλέχ. Τον διαδέχθηκε η Μαριάμ Αλ-ακουίλ, η οποία παρέμεινε εκεί δύο εβδομάδες μόνον, διότι πρότεινε αλλαγές στη νομοθεσία περί μισθοδοσίας δημοσίων υπαλλήλων, διότι αποτελεί και το μοναδικό σοβαρό κώλυμα στα δημόσια οικονομικά. Την αντικατέστησε ο Μπαράκ Αλ-σιτάν, ο οποίος τον Αύγουστο κατέστησε γνωστό ότι τα χρήματα στα ταμεία επαρκούν να καλύψουν τους μισθούς του δημοσίου έως τον Οκτώβριο. «Θα ξυπνήσουμε κάποια μέρα και θα συνειδητοποιήσουμε ότι σπαταλήσαμε όλες τις αποταμιεύσεις μας, όχι επειδή δεν ελέγχαμε την κατάσταση του τραπεζικού λογαριασμού μας, αλλά επειδή τον εξετάζαμε και νομίζαμε πως επρόκειτο για κάποιο λάθος της τράπεζας – και μετά αγοράζαμε το τελευταίο Ρόλεξ», λέει ο Φαουάζ Αλ-σίρι, διευθυντής της εταιρείας πολιτικής και οικονομικής επικοινωνίας Bensirri.

Bέβαια, ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ) κατόρθωσε να ενισχύσει την τιμή του αργού και να την επαναφέρει από το περυσινό ναδίρ στα σχεδόν 40 δολάρια το βαρέλι – και πάλι, όμως, είναι χαμηλή. H πανδημία του κορωνοϊού και η στροφή διεθνώς προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας λειτουργούν ως παράγοντες αποτρεπτικοί της ανόδου του πετρελαίου.

Από την πλευρά της, η Σαουδική Αραβία επιβάλλει νέους φόρους, περικόπτοντας ταυτόχρονα δαπάνες. Το Μπαχρέιν και το Ομάν, των οποίων τα πετρελαϊκά αποθέματα δεν είναι άφθονα, επιλέγουν τον δανεισμό και ζητούν βοήθεια από τους πλουσιότερους γείτονές τους. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν εισέλθει και σε άλλες δραστηριότητες, όπως φαίνεται από την άνοδο του Ντουμπάι ως ενός διεθνούς κόμβου πλέον για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και τη διαχείριση συστημάτων εφοδιαστικής αλυσίδας. Το Κουβέιτ, ωστόσο, δείχνει να βρίσκεται σε αδιέξοδο, διότι το εκλεγμένο κοινοβούλιο και η κυβέρνηση με τον πρωθυπουργό, που επέλεξε ο εμίρης, διαφωνούν ριζικά για το τι μέλλει γενέσθαι. Τα μέλη της βουλής απέρριψαν προτάσεις για εκ νέου διάθεση κρατικού χρήματος στους πολίτες και έκδοση νέων ομολόγων. Αντ’ αυτών, η κυβέρνηση έχει σχεδόν εξαντλήσει όσα περιουσιακά στοιχεία ρευστοποιούνται, καθιστώντας αδύνατον πλέον να καλυφθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο αναμένεται να εκτιναχθεί στα περίπου 46 δισεκατομμύρια δολάρια φέτος.

Πρόκειται για τη σταδιακή παρακμή του Κουβέιτ, το οποίο τη δεκαετία του 1970 ήταν ένα από τα δυναμικότερα κράτη του Περσικού κόλπου, με ένα κοινοβούλιο που τολμούσε να εκφράσει την άποψή του, είχε παράδοση στην επιχειρηματικότητα και οι Κουβεϊτιανοί διέθεταν υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Σήμερα, το εμιράτο ακόμα αποκομίζει το 90% των εσόδων του από τους υδρογονάνθρακες, στο δημόσιο απασχολείται το 80% των εργαζομένων και λαμβάνει υψηλότερους μισθούς από τον ιδιωτικό τομέα. Οι μισθοί και οι επιδοτήσεις απομυζούν το 75% των κρατικών δαπανών. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι τα επιδόματα στέγης, τροφίμων και καυσίμων μπορεί να φθάνουν τις 2.000 δολάρια τον μήνα. Ωστόσο, το Κουβέιτ έχει πάρα πολλά χρήματα αποθηκευμένα σε ένα από τα μεγαλύτερα κρατικά ταμεία του κόσμου – ελέγχει περίπου 550 δισεκατομμύρια δολάρια και ονομάζεται Ταμείο Επόμενων Γενεών. Στόχος του, να διασφαλίσει την ευημερία των ανθρώπων όταν το πετρέλαιο εξαντληθεί, και το να χρησιμοποιηθούν κεφάλαια από αυτό θεωρείται αμφιλεγόμενο ζήτημα.

*BLOOMBERG

(Από την Καθημερινή)