Μείωση των πωλήσεων του επιχειρηματικού τομέα κατά 19% ή κατά 50 δισ. ευρώ, το 2020, προβλέπουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, στην περίπτωση που η πανδημία στην Ελλάδα θα παραμείνει υπό έλεγχο μέχρι το τέλος του έτους και εφόσον η ετήσια μείωση του ΑΕΠ συγκρατηθεί στο 7,5%. Σύμφωνα με το «Υπόδειγμα Ενοποιημένου Ισολογισμού του Επιχειρηματικού Τομέα»,

η εν λόγω πτώση της ζήτησης (παρά την προσπάθεια περιορισμού του κόστους μέσω, μεταξύ άλλων, μείωσης της δαπάνης για πρώτες ύλες από την πλευρά των επιχειρήσεων) εκτιμάται ότι θα περιορίσει τα ταμειακά διαθέσιμα για το 84% του επιχειρηματικού τομέα, δημιουργώντας ένα κενό ρευστότητας της τάξης των 33 δισ. ευρώ. Στο σημείο αυτό, επισημαίνουν οι αναλυτές, οι υψηλότερες ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης παρουσιάζονται στον κλάδο του εμπορίου (12 δισ. ευρώ), ενώ οι πιο επείγουσες εντοπίζονται στην εστίαση (55% των πωλήσεων).

Η έγκαιρη υιοθέτηση μέτρων από την κυβέρνηση (όπως επιδοτήσεων εργασιακού και ασφαλιστικού κόστους, καταβολής επιδομάτων για εργαζόμενους με αναστολή συμβάσεων, επιδότηση επιτοκίων, αναστολή πληρωμών φόρων και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, βραχυπρόθεσμες ταμειακές διευκολύνσεις), σε συνδυασμό με την άμεση αντίδραση των τραπεζών να «παγώσουν» την πληρωμή χρεολυσίων, περιόρισε το παραπάνω κενό κατά περίπου 12 δισ. Υποθέτοντας ότι οι επιχειρήσεις θα χρησιμοποιήσουν το 1/2 του διαθέσιμου «ταμειακού μαξιλαριού» που έχουν (περίπου 6 δισ. ευρώ), το εναπομείναν κενό ρευστότητας περιορίζεται στα 15,5 δισ. ευρώ, το οποίο εκτιμάται ότι μπορεί να καλυφθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του από:

  • την αξιοποίηση των εγγυοδοτικών προγραμμάτων και των ΤΕΠΙΧ (9 δισ. ευρώ), καθώς και
  • την παροχή νέων δανείων και αναχρηματοδοτήσεων, καθώς και την πληρέστερη χρήση των πιστωτικών γραμμών.

Συνεπώς, με την ταυτόχρονη αντίδραση:

   α) των επιχειρήσεων (περιορισμός κόστους),

   β) της κυβέρνησης (μέτρα ελάφρυνσης και στήριξης τραπεζικού δανεισμού) και

   γ) των τραπεζών (πάγωμα χρεολυσίων, αναχρηματοδοτήσεις και νέος δανεισμός), το κενό ρευστότητας που δημιούργησε η πτώση της ζήτησης λόγω πανδημίας σχεδόν καλύπτεται.

Έτσι, φαίνεται ότι λειτουργεί ένα επιτυχές «φρένο» στις δευτερογενείς επιδράσεις της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία (που θα προέκυπταν από τη χρηματοοικονομική ασφυξία ενός σημαντικού ποσοστού επιχειρήσεων), υπό την προϋπόθεση ότι η υγειονομική κρίση παραμένει υπό έλεγχο στο υπόλοιπο του έτους.

Το επιχειρηματικό ΑΕΠ

Στην ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας σημειώνεται ότι η πτώση του επιχειρηματικού ΑΕΠ (εκτιμώμενου βάσει των εισοδημάτων των παραγωγικών συντελεστών στον επιχειρηματικό τομέα) θα είναι της τάξης του 12% το 2020 (περίπου 10 δισ. ευρώ), αντανακλώντας συρρίκνωση των λειτουργικών κερδών κατά 15% (περίπου 7 δισ. ευρώ) και πτώση του εισοδήματος εργασίας κατά 3 δισ. ευρώ (-8% σε ετήσια βάση συμπεριλαμβανομένων των μέτρων στήριξης).

(Από τη Ναυτεμπορική)