απολαμβάνει από αρκετά έως σημαντικά χαμηλότερες τιμές ρεύματος σε σχέση με τις αντίστοιχες κατηγορίες άλλων κρατών - μελών της ΕΕ». Τονίζουν ακόμη τα εξής:
- Η συμμετοχή των ΑΠΕ στην αγορά μειώνει το χονδρεμπορικό κόστος του ρεύματος. Κατά την περίοδο 2016-2018 η μεσοσταθμική μείωση ήταν 13 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αποτέλεσμα της μείωσης είναι να απολαμβάνουν οι Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλότερες τιμές αγοράς και να τους δίνεται η δυνατότητα να μετακυλίσουν (λόγω ανταγωνισμού) τις τιμές αυτές στα τιμολόγια των πελατών τους, δηλαδή των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
-Το γεγονός ότι οι τιμές της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς, οι οποίες είναι πράγματι από τις υψηλότερες στην ΕΕ, δεν συνδέονται αναλογικά με τις χαμηλότερες τιμές της λιανικής οφείλεται σε παράγοντες που δεν σχετίζονται με τις ΑΠΕ ή με τον τρόπο αποζημίωσής τους. Ενδεικτικά αναφέρονται το μίγμα και η ποιότητα της ελληνικής θερμικής παραγωγής, οι συντελεστές κόστους της παραγωγής αυτής (καύσιμο, παλαιότητα μονάδων, κόστος δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων), η ισχνή παρουσία καθετοποιημένων παικτών (πλην ΔΕΗ) που δύνανται να ανακτούν τα κόστη παραγωγής από διαφορετικές αγορές, οι περιορισμένες έως σήμερα διεθνείς διασυνδέσεις και η αρχιτεκτονική και ρύθμιση της σημερινής χονδρικής αγοράς ηλεκτρισμού.
-Οι ΑΠΕ, πέραν της μείωσης του κόστους παραγωγής ενέργειας, δημιουργούν σημαντική προστιθέμενη αξία, διατηρούν υφιστάμενες και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, τονώνουν την περιφερειακή ανάπτυξη και προσφέρουν ανταποδοτικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, απεξαρτούν τη χώρα από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, βελτιώνουν το εμπορικό ισοζύγιο, μειώνουν τους αέριους ρύπους και προστατεύουν το περιβάλλον.
Την ανακοίνωση υπογράφουν οι Ελληνική Εταιρεία Ανάπτυξης Βιομάζας, Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας, Ελληνικός Σύνδεσμος Ηλεκτροπαραγωγών από ΑΠΕ, Ελληνικός Σύνδεσμος Μικρών Υδροηλεκτρικών, Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών, Σύνδεσμος Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)