Οι τιμές του πετρελαίου για πρώτη φορά την Τετάρτη ανέβηκαν πάνω από το ψυχολογικό όριο των 100 δολαρίων το βαρέλι, γεγονός που ήταν αναμενόμενο, σε μια εποχή όπου η ζήτηση για ενέργεια σκαρφαλώνει στο κατακόρυφο.

Οι τιμές του πετρελαίου για πρώτη φορά την Τετάρτη ανέβηκαν πάνω από το ψυχολογικό όριο των 100 δολαρίων το βαρέλι, γεγονός που ήταν αναμενόμενο, σε μια εποχή όπου η ζήτηση για ενέργεια σκαρφαλώνει στο κατακόρυφο. Στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου, η οποία βασίστηκε στην κατά 57% αύξηση των τιμών του προηγούμενου έτους, συνετέλεσαν οι προβλέψεις, ότι τα εβδομαδιαία αποθέματα των Ηνωμένων Πολιτειών μειώθηκαν στο χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων τριών ετών. Επίσης, οι ταραχές στην Νιγηρία, την χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή πετρελαίου στην Αφρική και την όγδοη πετρελαιοπαραγωγική χώρα του Ο.Π.Ε.Κ., επηρέασε με τη σειρά τους την αύξηση της τιμής.

Ο John Kilduff, αντιπρόεδρος της εταιρείας MF Global στον τομέα διαχείρισης ρίσκου στην Νέα Υόρκη δήλωσε ότι αυτό που συμβαίνει είναι απλώς το αποκορύφωμα όλων αυτών για τα οποία γινόταν λόγος τον προηγούμενο χρόνο. Συνέχισε λέγοντας ότι υπήρξαν κάποιες αναταραχές με γεωπολιτικό αντίκτυπο, συγκεκριμένα στη Νιγηρία και στο Πακιστάν, οι οποίες επιδεινώθηκαν κάνοντας τις τιμές πρώτων υλών και συγκεκριμένα το πετρέλαιο να μοιάζει ένα ασφαλές λιμάνι σ’ έναν επικίνδυνο κόσμο.

Στις 2 Ιανουαρίου λοιπόν, νωρίς το απόγευμα η τιμή του αργού χτύπησε στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκής τα 100 δολάρια το βαρέλι για να πέσει αμυδρά πιο κάτω από αυτό το όριο λίγο αργότερα. Οι τιμές του πετρελαίου, οι οποίες στην αρχή του 2007 έπεσαν κάτω από τα 50 δολάρια το βαρέλι, έχουν από το 2003 υπέρ-τετραπλασιαστεί. Η άνοδος των τιμών κατά το τρέχων διάστημα προήλθε από ένα χωρίς προηγούμενο κύμα ζήτησης υδρογονανθράκων από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, την Κίνα και άλλες χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής.

Οι ταχέως αναπτυσσόμενες μάλιστα οικονομίες οδήγησαν σε μια εξαιρετικά αυξημένη κατανάλωση προϊόντων του πετρελαίου κίνησης, όπως κηροζίνη και βενζίνη. Ωστόσο, τα καινούργια παράγωγα πετρελαίου μόλις που προφταίνουν να καλύψούν τις αυξανόμενες ανάγκες. Είναι γεγονός ότι οι πετρελαϊκές αγορές έχουν μεγεθυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που ξεπερνάει όλες τις πιθανές προβλέψεις του τελευταίου έτους με μεγάλες διακυμάνσεις, τις οποίες οι αναλυτές θεωρούν ότι δεν είναι απλά απόρροια χρηματιστηριακών συγκυριών, αλλά αποτελούν συνέπεια των υποκείμενων λόγων (Fundamentals). Επίσης, πολιτικές εντάσεις στην Μέση Ανατολή, στην περιοχή δηλαδή όπου βρίσκονται περισσότερα απ τα 2/3 των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου, έδωσαν με τη σειρά τους περαιτέρω ώθηση στην τιμή του αργού. Είναι πια πολύ πιθανά τα σενάρια εκείνα τα οποία προβλέπουν ότι η τιμή του πετρελαίου θα αγγίξει μέσα στους επόμενους 3 μήνες τα 110 δολάρια το βαρέλι ωθώντας ίσως ακόμα περισσότερο τις προσπάθειες για αναζήτηση καινούργιων κοιτασμάτων πετρελαίου ή εκμετάλλευση πεδίων τα οποία μέχρι πρότινος θεωρούνταν οικονομικά τελείως ασύμφορα.

Η εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου Dana Perino δήλωσε ότι ο πρόεδρος George W. Bush δεν σκέφτεται να απελευθερώσει πετρέλαιο από τα Στρατηγικά Αποθέματα Πετρελαίου (SPR) για να αντισταθμίσει την τελευταία αυτή αύξηση, και συνέχισε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ότι το να επιχειρηθεί μια προσωρινή απελευθέρωση αυτών των αποθεμάτων δεν θα έφερνε καμιά ουσιαστική αλλαγή στις ισχύουσες τιμές. Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών θα πιέσει φέτος το Κογκρέσο να αυξήσει την αμερικάνικη παραγωγή, επιτρέποντας την αδειοδότηση ερευνών και ανάπτυξης στις παράκτιες περιοχές των μητροπολιτικών ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ζωνών του Αρκτικού Εθνικού Δρυμού. Κατά την Dana Perino αυτά μπορούν να επιτευχθούν με φιλικούς προς το περιβάλλον τρόπους. Η εκπρόσωπος συνέχισε λέγοντας, ότι είναι επιτακτική η ανάγκη να βρούμε λύσεις για να αυξηθούν οι ενεργειακοί πόροι στην επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Συμπλήρωσε ακόμη, ότι η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο αρχίζει ν’ ανεβαίνει σε πραγματικά αστρονομικά ποσά και δυστυχώς οποιαδήποτε στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή άλλες εναλλακτικές μορφές δεν επαρκούν για να ικανοποιήσουν μια τέτοια παρατεταμένη ζήτηση. Το πετρέλαιο έφτασε πλέον το ιστορικό πληθωριστικό μέγεθος των 100 δολαρίων όπως τότε, τον Οκτώβρη του 1980, ως επακόλουθο της ιρανικής επανάστασης, όταν δηλαδή οι τιμές άγγιξαν με σημερινές ισοτιμίες τα 102 δολάρια το βαρέλι. Αντίθετα όμως με τις πετρελαϊκές κρίσεις του 1970 και του 1980, οι οποίες προκλήθηκαν από ξαφνικές διακοπές στην παροχή πετρελαίου από την Μέση Ανατολή, η τρέχουσα αύξηση είναι ριζικά διαφορετική. Οι τιμές αυξάνονταν σταθερά επί αρκετά χρόνια εξαιτίας της ολοένα αυξανόμενης ζήτησης πετρελαίου και βενζίνης και στις αναπτυσσόμενες και στις αναπτυγμένες χώρες.

Μόνο η Κίνα υπερδιπλασίασε την κατανάλωσή της σε πετρέλαιο από τις 19 Νοεμβρίου του 2001 τότε που η τιμή του αργού στην Νέα Υόρκη έπεσε στα 16.60 δολάρια το βαρέλι την χαμηλότερη τιμή από το 2000 και μετά. Αυτό άρχισε να απορροφάει τα αποθέματα της υπόλοιπης παγκόσμιας παραγωγής μεταξύ των οποίων τα αποθέματα στην Νιγηρία, το Ιράκ και την Βενεζουέλα. Το ποσοστό 11% της περσινής ολίσθησης του δολαρίου έναντι του Ευρώ ώθησε επίσης τις τιμές του πετρελαίου προς τα πάνω καθώς έκανε τα αγαθά φθηνότερα για τους καταναλωτές εκτός Ηνωμένων Πολιτειών και έδωσε ένα επιπλέον κίνητρο για τους επενδυτές λειτουργώντας ως ανασταλτικό μέσο εναντίον του πληθωρισμού. 

Οι υψηλές τιμές χαρακτηρίστηκαν ως δικαίωση στην θεωρία σύμφωνα με την οποία υποστηρίζεται, ότι η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου έφτασε τα ανώτατα δυνατά επίπεδα. Οι νέες γεωτρήσεις φαίνεται ότι απέτυχαν να ανακαλύψουν περιοχές με πραγματικά μεγάλα αποθέματα πετρελαίου έτσι ώστε να αντικαταστήσουν τα «γηρασμένα» πια αποθέματα της Σαουδικής Αραβίας, του Κουβέιτ και του Ιράν. Είναι πραγματικά χαρακτηριστική η δήλωση του Shokri Ghanem, ανώτατου εκπροσώπου της Λιβύης στον Ο.Π.Ε.Κ., ότι ο οργανισμός ελάχιστα πια μπορεί να κάνει αφού οι χώρες-μέλη δεν μπορούν να αυξήσουν περαιτέρω την παραγωγή τους.


Δεδομένης αυτής της ανοδικής πορείας στην τιμή του πετρελαίου, η Ελλάδα καλείται να επαναπροσδιορίσει την πολιτική της όσον αφορά στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων που υπάρχουν στην ελληνική επικράτεια όχι μόνον πετρελαίου αλλά και φυσικού αερίου και να μειώσει μ’ αυτόν τον τρόπο την μεγάλη ενεργειακή της εξάρτηση, η οποία φτάνει περίπου το 70% της κατανάλωσης σε ενέργεια. Επιπροσθέτως πρέπει να τονισθεί ο ρόλος των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), χωρίς βέβαια αυτές να αποτελούν πανάκεια για το ενεργειακό πρόβλημα, αλλά σίγουρα μπορούν να βοηθήσουν επικουρικά σ’ αυτόν τον ενεργειακό απεγκλωβισμό της Ελλάδος.