Καμμία Αλλαγή στα Ελληνοτουρκικά

Η επίσημη επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Τουρκία ήταν ανταποδοτική εκείνης του κ. Ερντογάν στην Αθήνα το 2004. Απέβλεπε κυρίως στην περαιτέρω οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, αφού η εξομάλυνσις των σχέσεων Ελλάδος – Τουρκίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινή ευημερία και την ανάπτυξη των δύο χωρών.
Του Θανάση Κουκάκη- ΕΣΤΙΑ
Σαβ, 26 Ιανουαρίου 2008 - 01:57
Η επίσημη επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Τουρκία ήταν ανταποδοτική εκείνης του κ. Ερντογάν στην Αθήνα το 2004. Απέβλεπε κυρίως στην περαιτέρω οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, αφού η εξομάλυνσις των σχέσεων Ελλάδος – Τουρκίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινή ευημερία και την ανάπτυξη των δύο χωρών. Όμως, από πλευράς ουσιαστικών συνομιλιών πραγματική πρόοδος δεν επιτεύχθηκε. 

Το κλίμα εντάσεως που καλλιέργησαν το τελευταίο διάστημα οι Τούρκοι, με αφορμή την παρουσία ελληνικών αλιευτικών σκαφών στην περιοχή των Ιμίων, προκάλεσε αρχικώς ανησυχία για το ταξίδι του Πρωθυπουργού. Ανέκυψαν δε πολλά ερωτήματα για το πώς θα διεξήγοντο οι συνομιλίες επί κομβικών θεμάτων, όπως αυτό της υφαλοκρηπίδας και το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

 Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν μεν σε καλό κλίμα, ωστόσο δεν δημιούργησαν βάσιμη πεποίθηση ότι σταδιακώς θα επιλυθούν οι διμερείς διαφορές και θα υπάρξει περαιτέρω εξομάλυνση των σχέσεων στο μέλλον. Χαρακτηρίσθηκαν δε από διαπραγματευτική ατολμία, γεγονός που εξηγείται από την απουσία των ακανθωδών θεμάτων στην επίσημη ατζέντα.

 Υπενθυμίζεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 η τότε Ελληνική Κυβέρνηση επεδίωξε την ρύθμιση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την προβολή των εθνικών μας θεμάτων ως ευρωπαϊκών. Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ήταν η υπογραφή της Συνθήκης του Ελσίνκι, με την οποία οριοθετήθηκε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας και αποσυνδέθηκε από την επίλυση του Κυπριακού η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 Από τον Δεκέμβριο του 1999 και την Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, η Ελλάδα υποστηρίζει ανοικτά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, την οποία ωστόσο συνδέει με την εκπλήρωση όλων των κριτηρίων και προαπαιτούμενων που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει αποδεχθεί και η Τουρκία. Η ελληνική διπλωματία τα τελευταία 8 χρόνια αποφεύγει συστηματικά τις εντάσεις και προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα διμερή θέματα, μέσα από το διαπραγματευτικό πλαίσιο για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 Η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας το 2005 σηματοδότησε μια περίοδο διπλωματικής αναμονής που συνεχίζεται έως σήμερα. Ως η μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά από την πλευρά της Ελληνικής Κυβερνήσεως προβάλλεται η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, την υπαγωγή της οποίας στη δικαιοδοσία του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης εξετάζει η χώρα μας μόνον, εφ’ όσον καταστεί εφικτή η σύνταξη συνυποσχετικού με ακριβή προσδιορισμό του επίδικου αντικειμένου. Από την πλευρά της η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και αρνείται την δικαστική διευθέτησή του ζητήματος, παρ’ ότι η διεθνής σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας την προβλέπει ρητά.

Χάριν χαμηλών τόνων η Ελλάδα αποφεύγει να αναφέρεται στην Σύμβαση του Montego Bay, βάσει της οποίας δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι και τα 12 ναυτικά μίλια, από τα 6 ναυτικά μίλια. Η Τουρκία έχει δηλώσει ότι ενδεχομένη επέκταση των Ελληνικών υδάτων είναι αιτία πολέμου (casus belli), απειλή που αν και αναχρονιστική και ασύμβατη με την ευρωπαϊκή της πορεία, διατηρείται ενεργή ως σήμερα. Την άρση του casus belli εναντίον της Ελλάδας έχει ζητήσει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εκθέσεις προόδου της για την αναθεωρημένη εταιρική σχέση με την Τουρκία .

Στις ίδιες εκθέσεις η Κομμισσιόν ζητεί την ειρηνική διευθέτηση των συνοριακών διαφορών της Τουρκίας με την Ελλάδα, την διασφάλιση των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου με έμφαση στην προστασία των θρησκευτικών ιδρυμάτων και την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, την προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας σε θέματα εκπαίδευσης και περιουσιών και την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της Τελωνειακής Συνδέσεως και το άνοιγμα των τουρκικών λιμένων σε κυπριακά πλοία. 

Η ενταξιακή πρόοδος της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια πρέπει να ελέγχεται διαρκώς από την Ελλάδα. Η χώρα μας πρέπει να θέτει τα εκκρεμή ζητήματα στα κοινοτικά όργανα, να ασκεί εποπτεία στο μέτρο που της αντιστοιχεί και να ξεκαθαρίζει στους γείτονες μας ότι τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Όταν την στάση αυτή απέναντι στην Τουρκία υιοθετούν κράτη της Ε.Ε. όπως η Γαλλία και η Γερμανία, δεν επιτρέπεται να μην την εκφράζει η ίδια η Ελλάδα.

 Ο υφυπουργός Εξωτερικών κ. Γιάννης Βαληνάκης στο βιβλίο του «Με όραμα και πρόγραμμα. Εξωτερική πολιτική για μια Ελλάδα με αυτοπεποίθηση» (Παρατητητής,1997) αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η διπλωματία και η στρατηγική είναι άρρηκτα συνδεμένες με το παιχνίδι των διεκδικήσεων. Ο συνδυασμός ισχύος, διαπραγματευτικής ικανότητος και λογικοφανούς διεκδικητικότητος μπορεί να επιτύχει την αποτελεσματική διεθνή προώθηση των θέσεων και τη μεγιστοποίηση του οφέλους».

 Εν τούτοις, το ταξίδι του Πρωθυπουργού στην Τουρκία δεν φαίνεται να ακολούθησε την συνταγή που είχε διατυπώσει στο βιβλίο του ο υφυπουργός Εξωτερικών. Η Ελλάδα δεν διεκδίκησε τίποτα, η Τουρκία δεν έχασε τίποτα και έτσι επιβεβαιώθηκαν όσοι υποστήριζαν ότι οι διμερείς σχέσεις δεν έχουν ωριμάσει ακόμη.