ενεργειακοί όμιλοι, αλλά και μικρότερες εταιρείες από ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, πρωτοστατούν στο drive για την προώθηση της τεχνολογίας του υδρογόνου και τη χρήση του στη βιομηχανία, καθώς και στις θαλάσσιες και τις σιδηροδρομικές μεταφορές.
Στην πρωτοπορία αυτή έχει τεθεί το εθνικό έργο «White Dragon», στο οποίο συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, εταιρικές οντότητες όπως οι ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, ΕΛΠΕ, Motor Oil, Μytilineos, Cenergy και ΤΕΡΝΑ, στο πλαίσιο της πρόσκλησης που έχουν απευθύνει τα υπουργεία Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για υποβολή προτάσεων στο πλαίσιο του Προγράμματος Σημαντικών Εργων Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (IPCEI) «Υδρογόνο». Βασική επιδίωξη του όλου project είναι η σταδιακή αντικατάσταση των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της Δυτικής Μακεδονίας με καθαρές μορφές ενέργειας. Το έργο θα χρησιμοποιήσει ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια σε μεγάλη κλίμακα για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου μέσω ηλεκτρόλυσης..
Προς αυτή την κατεύθυνση αναμένεται να συμβάλουν και μέτρα όπως η αύξηση, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, των ελάχιστων φορολογικών συντελεστών, αλλά και η κατάργηση των εξαιρέσεων και εκπτώσεων για τα ρυπογόνα καύσιμα, κατά την προσεχή δεκαετία, όπως προανήγγειλε προσφάτως ο Γεράσιμος Θωμάς, Γενικός Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών της Κομισιόν για την επιτάχυνση των διεργασιών για την Ενεργειακή Μετάβαση.
Ενώ όμως η Ελλάδα και οι χώρες του πλανήτη ποντάρουν τα ρέστα τους σε μια πράσινη ζαριά, σε μια μάλλον αναπάντεχη εξέλιξη, μέλη της επιστημονικής κοινότητας από την Γερμανία και την Ελβετία θεωρούν ότι τα καύσιμα με βάση το υδρογόνο και το πράσινο υδρογόνο δεν θα είναι σε θέση να εξελιχθούν με την ταχύτητα που απαιτείται ώστε να αντικαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα και να αντιμετωπίσουν την κλιματική κρίση.
Ομάδα Γερμανών και Ελβετών ερευνητών υποστηρίζει ότι είναι προτιμώτερο να επικεντρωθούμε σε εναλλακτικές λύσεις άμεσης ηλεκτροδότησης που είναι φθηνότερες και πιο εύκολες να εφαρμοστούν. Οι αντιρρήσεις τους βασίζονται στις υπερβολικά υψηλές τιμές, τη βραχυπρόθεσμη έλλειψη και μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα που περικλείει το εγχείρημα του υδρογόνου για το οποίο υπάρχουν υψηλές προσδοκίες ως η μορφή ενέργειας που θα κυριαρχήσει μελλοντικά στις μεταφορές και τη θέρμανση. Η επιστημονική αυτή ομάδα εκφράζει ανοικτά το σκεπτικισμό της για το εάν το project του υδρογόνου θα είναι σε θέση να απαλλάξει πλήρως την παγκόσμια οικονομία από τον άνθρακα, για μια σειρά από λόγους, από την έλλειψης επαρκούς χωρητικότητας ισχύος αλλά και των υπέρμετρα υψηλών τιμών.
Αυτό είναι το συμπέρασμα της έρευνας που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Potsdam για την Κλιματική Έρευνα, στην Γερμανία και το Ινστιτούτο Paul Scherrer, στην Ελβετία, στην οποία αναφέρεται πως η προτεραιότητα στη χρήση καυσίμων με βάση το υδρογόνο πρέπει να δοθεί σε τομείς που είναι δύσκολο να εξηλεκτριστούν, όπως είναι οι αεροπορικές μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, η παραγωγή πρώτων υλών για την παραγωγή χημικών, η παραγωγή χάλυβα καθώς και οι βιομηχανικές δραστηριότητες υψηλών θερμοκρασιών.
Ακόμη, επισημαίνεται στην έρευνα πως εμπόδιο για τη διείσδυση του υδρογόνου στις μεταφορές και τη θέρμανση είναι οι βραχυπρόθεσμες ελλείψεις όπως και μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα, χωρίς όμως να αποκλείει την πιθανότητα τα καύσιμα υδρογόνου να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν και για αυτές τις εφαρμογές.
«Εάν χρησιμοποιήσουμε καύσιμα υδρογόνου αντί για εναλλακτικές λύσεις άμεσου εξηλεκτρισμού, θα χρειαστεί από δύο μέχρι 14 φορές ο όγκος της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, αναλόγως της εφαρμογής και των αντίστοιχων τεχνολογιών», επισημαίνεται στην έρευνα. «Οι απώλειες απόδοσης καταγράφονται τόσο στην πλευρά της προσφοράς, στη διαδικασία παραγωγής των καυσίμων υδρογόνου, όσο και στην πλευρά της ζήτησης, καθώς ένας κινητήρας εσωτερικής καύσης σπαταλά πολύ περισσότερη ενέργεια από έναν ηλεκτρικό», εξηγούν οι επιστήμονες.
Κατά τους ίδιους, η κούρσα για το πράσινο ή το μπλε υδρογόνο και τα ηλεκτρονικά καύσιμα εκτρέπει την προσοχή από το απείρως πιο σημαντικό, κατ΄αυτούς, έργο του εξηλεκτρισμού της παγκόσμιας οικονομίας, που θεωρούν αφενός πιο επείγουσα και αφετέρου φθηνότερη και πιο εύκολη επιδίωξη. Εξηγούν δε πως το κόστος των ηλεκτρονικών καυσίμων μπορεί να γίνει ανταγωνιστικό μόνο εάν οι τιμές του άνθρακα αυξηθούν σημαντικά πριν από το τέλος της δεκαετίας που διανύουμε, υπόθεση που η γερμανοελβετική επιστημονική ομάδα χαρακτηρίζει μάλλον απίθανο να συμβεί.
«Ακόμη και αν υπολογίσουμε το 100% της ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας, το κόστος αποφυγής ενός τόνου εκπομπών CO2 με τη χρήση καυσίμων υδρογόνου θα είναι επί του παρόντος 800 ευρώ για τα υγρά καύσιμα και 1.200 ευρώ για τα αέρια», αναφέρεται στην έρευνα. «Αυτό είναι πολύ υψηλότερο από τις τρέχουσες τιμές CO2, για παράδειγμα, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών, που είναι διαμορφωμένες σήμερα κάτω από 50 ευρώ ανά τόνο. Τα καύσιμα υδρογόνου θα είναι, ενδεχομένως ανταγωνιστικά έως το 2040, κάτι που σημαίνει πως θα είναι ήδη αργά για να βασιστούμε στο υδρογόνο ως λύση για την κλιματική αλλαγή»», τονίζεται.
Υπάρχουν ήδη εναλλακτικές λύσεις εξηλεκτρισμού που πρέπει να εφαρμοστούν προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση. Με βάση το γεγονός ότι τιμές του άνθρακα μπορεί να χρειαστούν περισσότερο από μια δεκαετία για να προσεγγίσουν σε επαρκή επίπεδα ώστε να υποστηρίξουν πιο αποτελεσματικά μια οικονομία υδρογόνου, θα απαιτηθούν να εφαρμοστούν δημόσιες πολιτικές για την υποστήριξη της έρευνας και την προώθηση στην αγορά, καυσίμων υδρογόνου.
Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα καύσιμα υδρογόνου, ως παγκόσμια κλιματική λύση μπορεί να είναι μια κάπως ψεύτικη υπόσχεση «Ενώ έχουν, πράγματι, πολλές χρήσεις, εν τούτοις δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι θα αντικαταστήσουν ευρέως τα ορυκτά καύσιμα».