Την προηγούμενη Πέμπτη πραγματοποιήθηκε πανηγυρική εκδήλωση στο Ζάππειο για τα 40 χρόνια από την είσοδο της χώρας μας στην ΕΕ.  Και όμως πέρασαν 40 χρόνια (!), ακόμη κι αν οι περισσότεροι έχουμε βαθιά χαραγμένα στην μνήμη μας τα -εξαιρετικά δύσκολα ομολογουμένως- τελευταία δέκα. Διότι εν μια νυκτί κυριολεκτικά, περάσαμε από το ένα άκρο στο άλλο. Από την σχετικά άνετη ή έστω υποφερτή καθημερινότητα, στην ασφυκτική μέγγενη των μνημονίων, της ανεργίας και της φοροαφαίμαξης. Και οι φίλοι μας Ευρωπαίοι δεν ήταν αμέτοχοι σε αυτό. Έντεκα χρόνια μετά την οικονομική κρίση και την υγειονομική που ακολούθησε,

οι Έλληνες βρίσκονται και πάλι αντιμέτωποι με την αβεβαιότητα. Φοβούνται ότι για μια ακόμη φορά θα τους ζητήσουν να κάνουν υπομονή, να κάνουν θυσίες, να επανέλθουν σε αυτή την νοσηρή περίοδο της αυστηρής λιτότητας και των συνεχών υποχωρήσεων. Οι Ευρωπαίοι πάντως εμφανίζονται προς το παρόν καθησυχαστικοί. Όχι μόνο απέναντι στους Έλληνες, αλλά σε όλους τους πολίτες της ΕΕ που έπεσαν θύματα αυτής της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης. «Oι διάφορες κρίσεις που σηματοδότησαν την τελευταία δεκαετία αποτέλεσαν προειδοποίηση ότι η ΕΕ πρέπει να εκσυγχρονιστεί και ότι θα πρέπει να προσαρμόσουμε τους πόρους και τα εργαλεία μας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος της Ευρωβουλής Νταβίντ Σασόλι κατά την ομιλία του στο Ζάππειο. Σύμφωνοι. Πότε όμως θα περάσουμε από τα λόγια στην πράξη; Διότι 40 χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΕ, το αίσθημα που υπερισχύει δεν είναι ο θαυμασμός και η ευγνωμοσύνη για τα πλεονεκτήματα -και είναι πολλά-  της παραμονής της χώρας μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Το αίσθημα που επικρατεί είναι η ανασφάλεια για το παρόν και το μέλλον, τόσο εντός των τειχών όσο και εκτός. Διότι όταν βλέπεις την ΕΕ συνεχώς να «χαϊδεύει» την Τουρκία παρά τις απειλές και την καταπάτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων  της Ελλάδας και της Κύπρου, ασφαλής δεν μπορείς να νιώσεις. Και όταν ακούς ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα της ΕΕ είναι η εδραίωση μιας μακράς περίοδος ειρήνης μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, αναρωτιέσαι συνάμα πως είναι δυνατόν 65 σχεδόν χρόνια μετά την γέννησή της, αρκετά μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας  να εξακολουθούν να νιώθουν τόσο εκτεθειμένα σε εξωτερικούς κινδύνους, είτε πρόκειται για τρομοκρατικές επιθέσεις (έχουμε χάσει πλέον το μέτρημα), είτε πρόκειται για  παράνομους μετανάστες (αυτή την φορά είναι η σειρά της Ισπανίας να δεχτεί πιέσεις από την Αφρική), είτε για την τουρκική απειλή (Ελλάς και Κύπρος περιμένουν πότε ο Ερντογάν θα στείλει το γεωτρύπανο).

Η παρελθούσα οικονομική κρίση πράγματι έφερε στην επιφάνεια όλες τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος: Το έλλειμμα πολιτικής ένωσης και ουσιαστικής αλληλεγγύης, τις σοβαρές ελλείψεις της νομισματικής ένωσης, την απουσία μηχανισμών αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων και αναγκών και κυρίως τις μεγάλες ανισότητες που επικρατούν εντός της Ένωσης. Η δε υγειονομική κρίση ανέδειξε εκ νέου το χάσμα μεταξύ Βορά-Νότου ειδικά όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης. Επιβεβαίωσε και πάλι τα αργά αντανακλαστικά των Βρυξελλών όσον αφορά τους εμβολιασμούς. Ανέδειξε τα προσωπικά συμφέροντα και τις σκοπιμότητες των κρατών μελών που πάντα υπερισχύουν του συμφέροντος της Ένωσης. Την γνωστή πλέον πολιτική «των δύο μέτρων και δύο σταθμών», που περιλαμβάνει την επιβολή κυρώσεων στην Λευκορωσία και όχι στην Τουρκία.

Κοντολογίς, όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να επέλθουν ριζικές αλλαγές. Το θέμα όμως είναι πώς και πότε. Αυτό το θέμα αναμένεται να απασχολήσει  και τον δημόσιο διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης, που θα εγκαινιασθεί στην Ολομέλεια του Στρασβούργου στις 19 Ιουνίου, με την συμμετοχή και 108 νέων από όλη την ΕΕ. Επειδή όμως δεν είναι η πρώτη φορά που έχουν αναληφθεί τέτοιες -ευπρόσδεκτες κατά τα άλλα -πρωτοβουλίες, οι οποίες θέλουν χρόνο για να ολοκληρωθούν,  καλό θα ήταν να επικεντρωθούμε σε αυτά που μπορούν και πρέπει να γίνουν άμεσα, όπως λόγου χάρη η μετεξέλιξη του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ( το περίφημο όριο 3% στο χρέος και 60% στο έλλειμα), που όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι είναι εντελώς παρωχημένο και εκτός πραγματικότητας. Είναι μια αρχή!