κατά τουλάχιστον 55% στην προσεχή δεκαετία, αναφέρεται στους στόχους για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, στην αναβάθμιση του συστήματος εμπορίας εκπομπών της Ένωσης στην επιβολή ενός φόρου για τις εισαγωγές ρυπογόνων ενεργειακών προϊόντων από τρίτες χώρες καθώς και στην υιοθέτηση μέτρων για τον τερματισμό της εποχής της μηχανής εσωτερικής καύσης.
Δεν τα λες και λίγα!
Βέβαια, για να γίνει αυτή η φιλοσοφική προσέγγιση πραγματικότητα και να επιτελέσει το σκοπό για τον οποίο εργάστηκαν και έστυψαν το νου τους οι αρμόδιοι της Κομισιόν είναι απαραίτητη η πρόσμειξη του κανονιστικού πλαισίου της Ε.Ε. με τους φόρους άνθρακα. Το energia.gr επανέρχεται στο θέμα (βλέπε άρθρο 9/7 εδώ) για να αναδείξει ορισμένες από τις κύριες παραμέτρους του πακέτου και τα προβλήματα που είναι πιθανό να αναδείξει.
Έγκυρες δημοσιογραφικές πληροφορίες από τις Βρυξέλες θέλουν την Επιτροπή να σχεδιάζει αυξήσεις στους φόρους για την ενέργεια και για πρώτη φορά, να επιβάλει ευρωπαϊκό φόρο στην κηροζίνη! Δύσκολα πράγματα για μια Ευρώπη που πασχίζει να φέρει σε πέρας ακόμη και τα προφανή, πόσο μάλλον για ένα τόσο αμφιλεγόμενο πακέτο μέτρων που αναμένεται να κυριαρχήσει στις διαπραγματεύσεις και τις συζητήσεις για τα επόμενα αρκετά χρόνια, καθώς αγγίζει τα «ιερά και τα όσια» των Κανονισμών και των Οδηγιών που αναφέρονται σε όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής ζωής των χωρών-μελών. Οι νόμοι που θα προκύψουν θα πρέπει να πρώτα να συμφωνηθούν και κατόπιν να εγκριθούν από τις κυβερνήσεις της Ε.Ε. και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Για να μην αναφερθούμε στις έντονες παρασκηνιακές πιέσεις που θα δεχτούν οι ευρωβουλευτές από το λόμπι των ιδιωτικών εταιρειών, για τις οποίες ορισμένοι θεωρούν πως δεν θα έχουν προηγούμενο…
Στο σημείο αυτό καλό είναι να έχουμε υπόψη πως οι φιλικές προς το περιβάλλον δημόσιες τοποθετήσεις πολλών ιδιωτικών εταιρειών δεν ταυτίζονται πάντα με τα στενώς εννοούμενα επιχειρηματικά συμφέροντα που προωθούν παρασκηνιακά. Για παράδειγμα, μια από τις διαφορές που δύσκολα θα γεφυρωθούν είναι το χάσμα ανάμεσα στα σχετικώς υψηλά επίπεδα στήριξης της βιομηχανίας προκειμένου να πετύχει το στόχο των μηδενικών εκπομπών το 2050, με τις ολοένα και επιταχυνόμενες φιλοδοξίες για το 2030. Η διαφορά μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι, όπως συμβαίνει και με τους πολιτικούς, οι εταιρείες λειτουργούν βάση βραχυπρόθεσμων ή μεσοπρόθεσμων επενδυτικών κύκλων, όπου οι πλησιέστεροι προς επίτευξη στόχοι είναι και εκείνοι που θα επηρεάσουν αρνητικά το επιχειρηματικό μοντέλο τους και θα «ψαλιδίσουν» την κερδοφορία τους. Από τις πρώτες καταγεγγραμένες αντιδράσεις πολλών βιομηχανικών επιχειρήσεων φαίνεται ότι μια σχεδόν ομόφωνη υποστήριξή τους στο στόχο του περίφημου net-zero, συνοδεύεται και από μια έντονη αντίθεση στις προτάσεις της Επιτροπής να επιταχύνει τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου πριν από το 2030, όπως ακριβώς προβλέπει το «Fit for 55».
Στην πραγματικότητα, το κλίμα σε όλο το φάσμα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας παραμένει μικτό. Αφενός επειδή ήταν ο ενεργειακός κλάδος και ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας που καθοδήγησαν τo “drive” για τον καθορισμό πιο φιλόδοξων κλιματικών στόχων. Αφετέρου, κλάδοι όπως οι αερομεταφορές και η ναυτιλία συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που έχουν διατυπώσει έντονες ανησυχίες για την υπαγωγή τους στο σύστημα εμπορίας εκπομπών, καθώς και στην επιβολή νέων φόρων άνθρακα στα υγρά καύσιμα. Σε τελική ανάλυση, από όλα τα μέτρα που προτείνονται, το σχέδιο αναβάθμισης της εμπορίας εκπομπών ρύπων αναμένεται να δεχτεί τη μεγαλύτερη αμφισβήτηση από την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Οι επιχειρήσεις που επωφελούνται του μέτρου μάχονται τώρα να διατηρήσουν το ευεργέτημα των δωρεάν πιστώσεων άνθρακα για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, με ορισμένες να πιέζουν να διατηρηθεί το ισχύον καθεστώς ακόμη και όταν τεθεί σε πλήρη λειτουργία ο προτεινόμενος νέος Μηχανισμός Διασυνοριακής Προσαρμογής Εκπομπών Διοξειδίου του Άνθρακα που αποσκοπεί στην προστασία τους από τους ανταγωνιστές τρίτων χωρών που δεν έχουν υιοθετήσει τα αυστηρα ευρωπαϊκά πρότυπα. Είναι μια μάχη που κανείς δεν γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει και υπέρ ποιάς πλευράς θα κλίνει…