Οι Αμερικανικές ενστάσεις στην κατασκευή του εν λόγω αγωγού έχουν κυρίως να κάνουν με την αντίληψη όλων των διοικήσεων, μηδέ της σημερινής υπό τον Joe Biden εξαιρουμένης, ότι η οιαδήποτε διευκόλυνση στην μεταφορά Ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη αποδυναμώνει την Ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια αφού έτσι αυξάνεται η εξάρτηση της γηραιάς Ηπείρου από την Ρωσία. Αγνοώντας σκοπίμως το γεγονός ότι εδώ και μία 20ετια το 50% και άνω της ενεργειακής προμήθειας της Ευρώπης βασίζεται στο Ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Όμως στην Αμερικανική στάση κατά της περαιτέρω ενεργειακής συνεργασίας Ευρώπης-Ρωσίας υπεισέρχεται ακόμα ένας παράγων που έχει να κάνει με το κράτος -πελάτη των ΗΠΑ στην Ευρώπη, την Ουκρανία.
Γιατί με την ολοκλήρωση του Nord Steam 2, που έρχεται να συμπληρώσει τον NS1 που ήδη λειτουργεί από το 2011, η Ρωσία θα μπορεί να μεταφέρει 110 δισεκ. κυβικά μέτρα αερίου τον χρόνο απευθείας στην Γερμανία, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 60% περίπου των Ρωσικών εξαγωγών προς την Ευρώπη, με τα υπόλοιπα 40% να μεταφέρονται μέσω του, επίσης Ρωσικού, TurkStream και πλέγματος αγωγών που διέρχονται μέσω Λευκορωσίας και Ουκρανίας.
Με την ολοκλήρωση και πλήρη λειτουργία του δίδυμου Nord Stream 1 & 2 οι ποσότητες Ρωσικού αερίου μέσω Ουκρανίας αναμένεται να μειωθούν σημαντικά, αφού η παράκαμψη της ενοχλητικής αυτής για το Κρεμλίνο χώρας αποτέλεσε το έναυσμα για την στρατηγική του προέδρου Βλάντιμιρ Πούτιν, όταν, μετά το 2010, έθεσε σε εφαρμογή το στρατηγικό σχέδιο του για πλήρη παράκαμψη της Ουκρανίας στην μεταφορά ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη (είχαν προηγηθεί δυο επεισόδια, το 2006 και 2009, όταν το Κίεβο είχε εμποδίσει για πολλές ημέρες την διέλευση Ρωσικού αερίου). Με τα εισπραττόμενα τέλη διέλευσης (transit fees) από την Ουκρανία, που υπολογίζονται άνω των $ 7,0 δισεκ. τον χρόνο, να αποτελούν σημαντικό έσοδο για την παραπαίουσα οικονομία της χώρας. Γι’ αυτό και οι ΗΠΑ προσπαθούν με κάθε τρόπο να προφυλάξουν τα έσοδα αυτά αποφεύγοντας οι ίδιες να βάλλουν το χέρι στην τσέπη, προκειμένου να ενισχύσουν οικονομικά την Ουκρανία, προωθημένη σύμμαχο τους στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας.
Η συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας την περασμένη εβδομάδα, επακόλουθο της πρόσφατης επίσκεψης της Άγκελα Μέρκελ στην Ουάσινγκτον, για πλήρη άρση των Αμερικανικών κυρώσεων για τον Nord Stream 2 έχει πολλαπλές αναγνώσεις ανάλογα σε ποια όχθη του Ατλαντικού ευρίσκεται κάποιος. Κοινή συνισταμένη, πάντως, αποτελεί η αδιαμφισβήτητη αναγνώριση της νέας πραγματικότητας του τρόπου λειτουργίας και οργάνωσης των αγορών αερίου όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της υφηλίου. Τα πολλαπλά σημεία εισόδου αγωγών, τα LNG terminal που ως …μανιτάρια πλέον ξεφυτρώνουν παντού, οι νέοι διασυνοριακού αγωγοί και τα διαφορά gas-trading hubs έχουν δημιουργήσει ένα νέο πλέον ευέλικτο και εν πολλοίς αυτορρυθμιζόμενο περιβάλλον, όπου η εμμονή κάποιων χωρών για την επιβολή κυρώσεων μόνο ως αναχρονισμός μπορούσε να θεωρηθεί.
Πέρα και πίσω όμως από την καθαρά τεχνοκρατική θεώρηση υπεισέρχεται και σωρεία άλλων παραμέτρων που έχουν ως άξονα αναφοράς τους γνωστούς γεωπολιτικούς παράγοντες που καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και των δορυφόρων τους. Υπό αυτό το πρίσμα, η επαναπροσέγγιση ΗΠΑ-Γερμανίας με αφορμή την άρση των κυρώσεων για τον Nord Stream 2 υποδηλώνει την ανάγκη για μια αναθεώρηση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας με στόχο την συνεννόηση επί βασικών θεμάτων που άπτονται της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας. ΗΠΑ και Ρωσία αντιλαμβάνονται, στο μέτρο που αγγίζει την καθεμία ξεχωριστά, τους κινδύνους που περικλείει η ανάδυση της Κίνας και της νέας δυναμικής που αναπτύσσεται στο οικονομικό και αμυντικό πεδίο. Θα είναι άραγε η σημερινή συνεννόηση για τον Nord Stream 2 μια προσωρινή ανακωχή ή η αφετηρία για μια νέα τάξη πραγμάτων;
Για την Ελλάδα όπου το φυσικό αέριο και οι αυξανόμενες εισαγωγές, λόγω της πρόωρης απολιγνιτοποίησης, παίζουν ολοένα και πλέον σημαντικό ρόλο στην λειτουργία του ενεργειακού της συστήματος, η απόφαση των ΗΠΑ να άρουν πλήρως τις κυρώσεις μεταφέρει ένα πολύ ελπιδοφόρο μήνυμα. Το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο από τον σεβασμό στην στρατηγική κάθε χώρας να αντιμετωπίσει τις ενεργειακές προκλήσεις που αντιμετωπίζει κατά τον βέλτιστο τρόπο που θεωρεί ότι αυτές εξυπηρετούνται. Στην περίπτωση της χώρας μας, η στρατηγική αυτή επιβάλλει την άνευ χρονοτριβής αξιοποίηση των σημαντικών αποθεμάτων κοιτασμάτων που διαθέτουμε, πράγμα που θα ενισχύσει την ενεργειακή μας αυτονομία, ενώ, παράλληλα, θα αποφέρει σημαντικά έσοδα στην υπερχρεωμένη οικονομία μας και, επιπλέον, θα ενισχύσει την απασχόληση και την απόκτηση νέων τεχνικών δεξιοτήτων.