Η Μεσόγειος φλέγεται. Εκτεταμένες πυρκαγιές κατέκαψαν εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα στην Ελλάδα, την Ιταλία και την  Τουρκία αυτό το καλοκαίρι. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο συχνά εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Ο αυξημένος κίνδυνος δασικών πυρκαγιών δεν οφείλεται όμως μόνο σε αυτή. Και αυτό δεν το λέμε εμείς αλλά ο κατεξοχήν αρμόδιος  Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ, επικεφαλής του Κέντρου Παγκόσμιας Παρακολούθησης Πυρκαγιών. 

Ειδικότερα στην περιοχή της Μεσογείου, το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης φυγής από την ύπαιθρο με καταστροφικές  συνέπειες. Σε συνέντευξή του στην DW,  ο Γκολντάμερ επεσήμανε με νόημα ότι στα Βαλκάνια, την Ελλάδα και την Τουρκία η αστυφιλία συνεχίζεται ακάθεκτη. « Με τους νέους να απομακρύνονται, οι αγροτικές περιοχές γερνάνε. Τα χωριά και οι παλιοί οικισμοί σιγά-σιγά εξαφανίζονται. Αυτό σημαίνει ότι η παραδοσιακά πολύ εντατική χρήση της γης θα πάψει να υπάρχει εκεί. Στη γη που δεν καλλιεργείται, σταδιακά εμφανίζονται αγριόχορτα, θάμνοι, μεμονωμένα δέντρα και τέλος δάση, τα οποία παρέχουν στη φωτιά περισσότερη τροφή από τις εντατικά καλλιεργούμενες γεωργικές περιοχές ή βοσκότοπους», εξήγησε « Εάν κάποιος θέλει να κάνει κάτι ενάντια στον κίνδυνο αύξησης των πυρκαγιών, θα πρέπει να εστίασει στη νότια Ευρώπη, στα μέτρα που αντισταθμίζουν την έξοδο από τις αγροτικές περιοχές», ανέφερε ο ίδιος.

Σύμφωνα με τον  Γκολντάμερ, τα φυσικά δάση, που είχαμε πληθώρα στην κατακαμένη Εύβοια, κινδυνεύουν εξαιρετικά λόγω ακριβώς της  μεγάλης ποικιλίας ιθαγενών φυτών και εντόμων αλλά και  του πολύ νεκρού ξύλου. Όπως τονίζει τα δάση  πρέπει να σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η φωτιά να βρίσκει λιγότερη τροφή. Αυτό είναι δυνατό μέσω της εντατικής γεωργίας και της ελεγχόμενης βοσκής στα δάση. Αλλά και ομότιμος Καθηγητής Φυσικής της Ατμόσφαιρας Χρήστος Ζερεφός επεσήμανε ότι ο  ρόλος του δασάρχη είναι πολύ σημαντικός. «Είναι πάρα πολύ ωραία δουλειά να προστατεύεις το δάσος, αλλά έχεις πάρα πολλά πράγματα να κάνεις. Η προστασία του δάσους δεν γίνεται τον Ιούλιο, γίνεται την άνοιξη. Είναι μια αλυσίδα πραγμάτων», ανέφερε σε πρωινή εκπομπή του ANT1.

Η Ελλάδα σε 50 χρόνια

Πέρα από τους τρόπους πρόληψης από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, είναι γεγονός ότι ο πλανήτης μας έχει αλλάξει και θα αλλάξει δραματικά όπως άλλωστε προειδοποιεί και η πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ για το κλίμα. Στο πλαίσιο αυτό, το  National Geographic δημιούργησε μια διαδραστική σελίδα, όπου ο καθένας μπορεί να δει πώς περίπου αναμένεται να επηρεαστεί η περιοχή του από την κλιματική αλλαγή μέχρι το 2070. Συγκεκριμένα, για την Ελλάδα, εξέτασε τις συνθήκες που θα επικρατούν σε πενήντα χρόνια στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα και τη Λάρισα.

Όσον αφορά την Αθήνα, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ζώνη εύκρατου κλίματος, που χαρακτηρίζεται από ζεστά και ξηρά καλοκαίρια. Όμως μέχρι το 2070, είναι πιθανό η Αθήνα να βρίσκεται πλέον σε μια εντελώς διαφορετική κλιματική ζώνη: Εκείνη της θερμής στέπας, που ανήκει στα ξηρά και θερμά κλίματα. Σε περιοχές με κλίμα θερμής στέπας, η βροχή και το χιόνι εξατμίζονται πριν φτάσουν στο έδαφος ή απορροφώνται σχεδόν πλήρως από τα φυτά. Η ξηρασία είναι η «καρδιά» του κλίματος αυτών των περιοχών, ενώ οι θερμοκρασίες τους μπορούν να παρουσιάσουν μεγάλες διακυμάνσεις. Σύμφωνα με το National Geographic, η μέση θερμοκρασία της Αθήνας αναμένεται να αυξηθεί κατά τρεις περίπου βαθμούς για τον χειμώνα και κατά τέσσερις για το καλοκαίρι, αύξηση ικανή να επηρεάσει σημαντικά τα αποθέματα νερού, τη γεωργία, τις υποδομές και πολλές άλλες ζωτικής σημασίας πτυχές της καθημερινότητας.

Η Θεσσαλονίκη, όπως  αναφέρει το National Geographic, βρίσκεται σε κλιματική ζώνη ψυχρής στέπας. Αυτό σημαίνει ότι το κλίμα της είναι ξηρό, όμως η θερμοκρασία της πέφτει κάτω από το μηδέν τουλάχιστον επί ένα μήνα το χρόνο. Μέχρι το 2070, όμως, θα έχει μετατραπεί και εκείνη σε θερμή στέπα, με τη θερμοκρασία της να σημειώνει αύξηση της τάξης των τριών βαθμών Κελσίου τον χειμώνα και των έξι βαθμών Κελσίου ως προς τη μέγιστη μέση τιμή της στη διάρκεια του καλοκαιριού. Η πόλη, πάντως, διατρέχει χαμηλότερο κίνδυνο από την Αθήνα, καθώς ο πληθυσμός της είναι λιγότερο ευάλωτος στις επερχόμενες αλλαγές. Σε γενικές γραμμές πάντως η χώρα μας είναι σε καλύτερη θέση για  να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή σε σχέση με το μέσο όρο.