Τα νέα από μέτωπο της παραγωγής υδρογονανθράκων είναι άκρως ανησυχητικά αφού η παγκόσμια παραγωγή παρά τις μικρές αυξομειώσεις παραμένει σχεδόν αμετάβλητη στην ζώνη των 86,0 με 87,0 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Η δε παραγωγή αργού από τις χώρες του OPEC στη Μέση Ανατολή παραμένει σταθερή τα τελευταία τρία χρόνια χωρίς κάποια ένδειξη ότι η κατάσταση θ’ αλλάξει στα αμέσως επόμενα χρόνια. Όμως και στις χώρες παραγωγούς εκτός OPEC η κατάσταση δεν είναι η καλύτερη αφού είναι ελάχιστες οι περιοχές που έχουν να επιδείξουν αυξημένη παραγωγή, ενώ οι κυβερνήσεις που ελέγχουν τη ροή του αργού τα τελευταία χρόνια έχουν καταληφθεί από έναν έντονο πετρελαιοεθνικισμό (βλέπε Ρωσία, Μεξικό, Καζακστάν) που δεν επιτρέπει αισιοδοξία.

Τα νέα από μέτωπο της παραγωγής υδρογονανθράκων είναι άκρως ανησυχητικά αφού η παγκόσμια παραγωγή παρά τις μικρές αυξομειώσεις παραμένει σχεδόν αμετάβλητη στην ζώνη των 86,0 με 87,0 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Η δε παραγωγή αργού από τις χώρες του OPEC στη Μέση Ανατολή παραμένει σταθερή τα τελευταία τρία χρόνια χωρίς κάποια ένδειξη ότι η κατάσταση θ’ αλλάξει στα αμέσως επόμενα χρόνια. Όμως και στις χώρες παραγωγούς εκτός OPEC η κατάσταση δεν είναι η καλύτερη αφού είναι ελάχιστες οι περιοχές που έχουν να επιδείξουν αυξημένη παραγωγή, ενώ οι κυβερνήσεις που ελέγχουν τη ροή του αργού τα τελευταία χρόνια έχουν καταληφθεί από έναν έντονο πετρελαιοεθνικισμό (βλέπε Ρωσία, Μεξικό, Καζακστάν) που δεν επιτρέπει αισιοδοξία.

Ως να μην έφθαναν οι ανωτέρω αρνητικές εξελίξεις μεγάλες διεθνείς εταιρείες όπως η BP, Shell και η Total οι οποίες δραστηριοποιούνται παγκοσμίως παράγοντας αργό και φυσικό αέριο σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία το 2007 παρήγαγαν για πρώτη φορά μικρότερες ποσότητες σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Και σύμφωνα με τους ειδικούς αυτό δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο αλλά φαίνεται ότι υποδηλώνει μία τάση. Για αυτό δικαιολογημένα οι μεγάλες αυτές πρωτοπόρες εταιρείες διερευνούν συστηματικά πλέον τις διαφαινόμενες μελλοντικές εξελίξεις και επαναπροσδιορίζουν τον χαρακτήρα τους και την ταυτότητά τους, από πετρελαϊκές σε καθετοποιημένες ενεργειακές εταιρείες, με δραστηριότητες που καλύπτουν πλέον τα υγρά βιοκαύσιμα, την παραγωγή ηλεκτρισμού ακόμα και τις ΑΠΕ.

Υπό αυτό το πρίσμα η εταιρεία Shell εδώ και χρόνια μελετά με τη χρήση προχωρημένων μαθηματικών μοντέλων και ένα επιτελείο ειδικών στις δύο όχθες του Ατλαντικού, το πώς πρόκειται να διαμορφωθεί η κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο, τόσο από πλευράς ζήτησης όσο και κατανάλωσης κατά τα επόμενα 50-100 χρόνια. Το ενεργειακό μίγμα πάνω στο οποίο βασίζονται αυτές οι προβλέψεις παίζει ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο και για να μπορέσει να προσδιορισθεί αυτό, και να γίνουν σχετικές εκτιμήσεις για την χρήση του ενός και του άλλου καυσίμου, απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις και άριστη γνώση των τεχνολογιών που εμπλέκονται.

Όπως τονίζει ο Διευθύνων Σύμβουλος της Shell κ. Jeroen Van Der Veer, σε πρόσφατο άρθρο του, «το 2100 το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα θα είναι τελείως διαφορετικό από το σημερινό. Οι Ανανεώσιμες Πηγές όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, τα υδροηλεκτρικά και τα βιοκαύσιμα θ’ αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου ενεργειακού μίγματος ενώ η πυρηνική ενέργεια θα έχει και αυτή μια περίοπτη θέση. Ο άνθρωπος θα έχει μέχρι τότε ανακαλύψει τρόπους για ν’ αντιμετωπίσει την ατμοσφαιρική ρύπανση και το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι δε νέες τεχνολογίες θα έχουν συμβάλλει στην ουσιαστική μείωση των ενεργειακών αναγκών των κτιρίων και των μεταφορικών μέσων».

Σύμφωνα με τις ενεργειακές προβλέψεις της Shell το απώτερο μέλλον δείχνει πολλά υποσχόμενο υπάρχουν όμως δύο πιθανοί, βασικοί τρόποι, δύο σενάρια, για το πώς θα φθάσουμε εκεί. Το πρώτο, το λεγόμενο γρήγορο και ακατάστατο σενάριο, αποκαλούμενο ως scramble, προδιαγράφει την μετάβαση στην νέα ενεργειακή πραγματικότητα μέσα από έναν ακραίο ανταγωνισμό και ισχνές ή και ανύπαρκτες κεντρικές πολιτικές από πλευράς κυβερνήσεων. Οι εξελίξεις, βάσει αυτού του σεναρίου, ενώ στην αρχή δείχνει να τρέχουν γρήγορα, στην πορεία εκτροχιάζονται και η όλη διαδικασία εξελίσσεται σε μία αργόσυρτη υπόθεση.

Τα δύο βασικά σενάρια της Shell για το Ενεργειακό Μίγμα 2000-2050

Το δεύτερο βασικό σενάριο, αποκαλούμενο ως blueprint, περιγράφει την όδευση προς την νέα ενεργειακή εποχή μέσα από ένα καλά μελετημένο σχέδιο (εξ ου και η ονομασία blueprint) όπου οι εξελίξεις θα κινούνται ποιο αργά θα είναι συντονισμένες και θα ευρίσκονται επί πιο ασφαλούς εδάφους. Το σενάριο αυτό προϋποθέτει ένα γενικευμένο πλαίσιο συνεννόησης σε παγκόσμιο επίπεδο και της ευρύτερης δυνατής αποδοχής μέτρων από κυβερνήσεις και την βιομηχανία για την προστασία του περιβάλλοντος και την οργανωμένη (δηλαδή με κίνητρα) εισαγωγή νέων τεχνολογιών.

Οποιαδήποτε από τα δύο σενάρια υιοθετηθεί η πραγματικότητα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Shell, είναι ότι υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια για ελιγμούς. Παρατηρείται πλέον μία σημαντική αλλαγή στον βηματισμό της ενεργειακής ζήτησης σαν αποτέλεσμα πληθυσμιακών πιέσεων και ταχύρυθμης οικονομικής ανάπτυξης σε μεγάλο τμήμα του πλανήτη (Ινδίες, Κίνα, ΝΑ Ασία, Μέση Ανατολή). Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Shell ο ανταγωνισμός για την εξερεύνηση και εξασφάλιση ενεργειακών πόρων θα ενταθεί επικίνδυνα μετά το 2015. Και ασφαλώς καταναλώνοντας περισσότερη ενέργεια σημαίνει και αύξηση των επιπέδων του CO2 . Έτσι η ανθρωπότητα δεν θα έχει πολλές άλλες επιλογές από το να προσφύγει στην ανάπτυξη των ΑΠΕ και των εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως οι πετρελαιοφόρες άμμοι και η πυρηνική ενέργεια.

Η διαχείριση των εκπομπών CO2, υποστηρίζει η μελέτη της Shell, θ’ αναδειχθεί κεντρικό θέμα στην διαμόρφωση των ενεργειακών και περιβαλλοντικών πολιτικών που θ’ ακολουθήσουν και ήδη οι μηχανισμοί που θέτουν όρια στα επίπεδα εκπομπών CO2 έχουν αναγνωριστεί διεθνώς. Καθώς θα γίνονται όλο και ποιο ακριβές οι εκπομπές CO2 ένα θα ενισχύει την προώθηση καινοτομιών και την καθιέρωση καθαρών τεχνολογιών με απτά αποτελέσματα στις μεταφορές, όπου θα επικρατήσουν τα καθαρά αυτοκίνητα (υβριδικά και υδρογόνου), στα κτίρια και την βιομηχανία.

«Η Shell παραδοσιακά τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιεί σενάρια για να μπορεί να μελετά και να αξιολογεί τις μελλοντικές εξελίξεις, χωρίς να παίρνει θέση για την μία ή την άλλη προοπτική» παρατηρεί ο Jeroen Van Der Veer. «Σήμερα όμως, αισθάνεται ότι έχει την υποχρέωση απέναντι στους μετόχους της και στις επερχόμενες γενεές να διαχειρισθεί επιτυχώς την κλιματική αλλαγή. Για αυτό εκτιμούμε ότι η υιοθέτηση ενός συντεταγμένου σεναρίου τύπου blueprint, προσφέρει την καλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, ενεργειακής κατανάλωσης και προστασίας του περιβάλλοντος» καταλήγει ο Διευθύνων Σύμβουλος της Shell.

Το εναλλακτικό σενάριο blueprint είναι πρωτοποριακό, αφού προϋποθέτει τη χάραξη μιας κοινής ενεργειακής πολιτικής σε διεθνές επίπεδο. Οι μεγάλες πόλεις δραστηριοποιούνται και σε συνεργασία με τις εταιρείες μειώνουν τις εκπομπές CO2. Τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν λειτουργούν όλο και περισσότερο με ηλεκτρισμό και υδρογόνο. Η νομοθεσία των κρατών μετατρέπεται έτσι, ώστε επιτυγχάνεται η βέλτιστη περιβαλλοντική απόδοση των κτιρίων, των οχημάτων και καύσιμων. Αποφασιστικής σημασίας θα είναι η στάση που θα κρατήσει η ΕΕ, η Κίνα, η Ινδία και οι ΗΠΑ.

Σενάρια για τις Επιπτώσεις στις Εκπομπές CO2

Βέβαια η υιοθέτηση και εφαρμογή του «συντεταγμένου» σεναρίου θα καταστεί δυνατή μόνο εάν οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικών (οι γνωστοί policy makers) συμφωνήσουν σε μία διεθνή προσέγγιση στην μείωση των εκπομπών και στην προώθηση νέων τεχνολογιών σε τέσσερις βασικούς τομείς όπως: η παραγωγή θερμότητος, και ηλεκτρισμού, βιομηχανία, μεταφορές και κτίρια.

Η Shell χωρίς να θέλει να εκφράσει μια απόλυτη θέση, υπογραμμίζει τα πολλαπλά πλεονεκτήματα του δεύτερου σεναρίου, αλλά και τη δυσκολία επίτευξης του. Μία εξ αυτών είναι η συλλογή CO2 στο 90% των βιομηχανιών που λειτουργούν με λιθάνθρακα ή αέριο στις ανεπτυγμένες χώρες ως το 2050, κάτι το οποίο φαντάζει ακόμα ουτοπικό, αφού σήμερα κανένα εργοστάσιο δε συλλέγει CO2. Όσο όμως υπεραισιόδοξο και αν φαντάζει το σενάριο blueprint, αποτελεί μοναδική ευκαιρία για την παγκόσμια κοινότητα να αποκτήσει ένα μέλλον βιώσιμης ενέργειας. Το λόγο όμως αυτή τη φορά έχουν οι κυβερνήσεις.