Δυσοίωνες Προοπτικές

Επεδόθη η πρόταση του Αμερικανού διαμεσολαβητού κ. Μάθιου Νίμιτς στην Αθήνα και στα Σκόπια την Τετάρτη και εγνωστοποιήθη το ακριβές περιεχόμενό της καθ’ ον τρόπο εγνωστοποιήθη. Ο κ. Νίμιτς δυσαρέστησε και ικανοποίησε τα δύο μέρη και ως εκ τούτου μπορεί να θεωρηθεί ότι εξετέλεσε ικανοποιητικά τον διαμεσολαβητικό του ρόλο.
Tου Κώστα Ιορδανίδη
Δευ, 25 Φεβρουαρίου 2008 - 01:45

Επεδόθη η πρόταση του Αμερικανού διαμεσολαβητού κ. Μάθιου Νίμιτς στην Αθήνα και στα Σκόπια την Τετάρτη και εγνωστοποιήθη το ακριβές περιεχόμενό της καθ’ ον τρόπο εγνωστοποιήθη. Ο κ. Νίμιτς δυσαρέστησε και ικανοποίησε τα δύο μέρη και ως εκ τούτου μπορεί να θεωρηθεί ότι εξετέλεσε ικανοποιητικά τον διαμεσολαβητικό του ρόλο.

Το πρόβλημα μεταφέρθηκε πλέον στις κυβερνήσεις της Ελλάδος και της FYROM και έχει κυριότατα τον χαρακτήρα εσωτερικού ζητήματος, δίχως αυτό να μειώνει τη σοβαρότητά του. Συμβαίνει μάλιστα το ακριβώς αντιθετο, διότι μόνο αφελείς μπορεί να υποστηρίζουν ότι η εξωτερική πολιτική είναι δημιούργημα δοκιμαστικού σωλήνος, πλήρως αποσυνδεδεμένο από το αίσθημα των πολιτών της όποιας χώρας.

Το βασικό μειονέκτημα της προτάσεως του κ. Νίμιτς είναι η «φλυαρία» της. Η πρόταση θα έπρεπε να αφορά τη διατύπωση προτάσεων μιας «επισήμου ονομασίας» και τη σαφή αποκήρυξη των όποιων αλυτρωτικών φαντασιώσεων ή τάσεων. Οι επί μέρους ρυθμίσεις είναι είτε αυτονόητες –όπως η πρόνοια περί διαβατηρίων– είτε και επικίνδυνες και κατά πάσα βεβαιότητα θα δημιουργήσουν εμπλοκές, εάν εφαρμοσθούν ποτέ στην πράξη.

Η παράγραφος, λόγου χάρη, η αφορώσα στη «δημιουργία κοινής επιτροπής που θα εξετάσει και θα κάνει υποδείξεις σχετικές με τα πολιτιστικά και εκπαιδευτικά θέματα, όπως αυτά θα προτείνονται στην επιτροπή από τα δύο μέρη», θεσμοθετεί διαδικασία συζητήσεως θεμάτων μειονοτικών, που η Ελλάς δεν αναγνωρίζει.

Το πρόβλημα, όμως, της επισήμου ονομασίας της FYROM δεν έχει μόνον τη διάσταση ενός προβλήματος της εξωτερικής πολιτικής. Είναι κυριότατα ζήτημα που αφορά το αίσθημα των πολιτών – πρωτίστως της Βορείου Ελλάδος και όχι μόνον.

Επί σειράν ετών η επίσημη θέση της χώρας ήταν ότι δεν πρόκειται να δεχθεί ονομασία που να περιέχει τη λέξη Μακεδονία ή παράγωγό της για τη FYROM. Ηταν μια απόφαση διόλου διπλωματική, υπαγορευθείσα σαφώς υπό την πίεση της κοινής γνώμης και ελήφθη στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κων/νο Καραμανλή για να διασφαλισθεί κυρίως η υστεροφημία ορισμένων.

Προ ολίγων μόνον μηνών, η υπουργός Εξωτερικών κ. Ντόρα Μπακογιάννη σε βραδινή συνεδρίαση της Βουλής και στη συνέχεια με συνεντεύξεις άλλαξε τη διαπραγματευτική αφετηρία και είπε ότι η Ελλάς επιδιώκει μικτή ονομασία, περιλαμβάνουσα τη λέξη Μακεδονία.

Θα έλεγε κανείς ότι η εξαγγελία όριζε επιστροφή σε μία πραγματιστική προσέγγιση του θέματος· αλλά κατά περίεργο τρόπο δεν συνοδεύθηκε με μια προσπάθεια να πεισθεί η κοινή γνώμη περί της ορθότητος νέας της επιλογής. Κατά την άσκηση μιας δήθεν υψηλής πολιτικής διέλαθε της προσοχής ο παράγων που αναδεικνύει ή κατακρημνίζει κυβερνήσεις.
Το μακεδονικό πρόβλημα υπό τη νέα του μορφή δημιουργήθηκε επί της πρωθυπουργίας του κ. Κ. Μητσοτάκη, σήμερα το διαχειρίζεται η κ. Μπακογιάννη. Αδυναμία διαφυλάξεως του απορρήτου της προτάσεως του κ. Νίμιτς κατέστησε την πολιτική συναίνεση μεταξύ των κομμάτων πρακτικώς αδύνατη. Αδιαφορία προς το κοινό αίσθημα των πολιτών καθιστά τη διαχείριση ενός θέματος εξωτερικής πολιτικής άσκηση στο κενό. Ρύθμιση εφήμερη ενδέχεται να υπάρξει, για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ, όχι όμως «λύση» του προβλήματος.