Το Ακριβό Πετρέλαιο δεν Αντιμετωπίζεται με Αγορανομικές Διατάξεις

Η τιμή του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές κινείται σταθερά πάνω από τα 95 δολάρια το βαρέλι τις δύο τελευταίες εβδομάδες, ενώ πρόσφατα έσπασε το ψυχολογικό φράγμα των 100 δολαρίων. Η μέση τιμή του αργού για το 2007 διαμορφώθηκε κοντά στα 75 δολάρια το βαρέλι ενώ οι προοπτικές για εφέτος είναι για ένα αρκετά υψηλότερο επίπεδο.
Του Κ. Ν. Σταμπολή
Τετ, 27 Φεβρουαρίου 2008 - 03:12

Η τιμή του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές κινείται σταθερά πάνω από τα 95 δολάρια το βαρέλι τις δύο τελευταίες εβδομάδες, ενώ πρόσφατα έσπασε το ψυχολογικό φράγμα των 100 δολαρίων. Η μέση τιμή του αργού για το 2007 διαμορφώθηκε κοντά στα 75 δολάρια το βαρέλι ενώ οι προοπτικές για εφέτος είναι για ένα αρκετά υψηλότερο επίπεδο.
Σε κάθε περίπτωση η ανοδική πορεία τιμής του μαύρου χρυσού τα τελευταία πέντε χρόνια είναι σταθερή και οι λόγοι

έχουν επαρκώς αναλυθεί από αυτήν αλλά και από άλλες στήλες του energia.gr (βλέπε λ.χ. το Σχόλιο του site για το ακριβό πετρέλαιο της 21/2/08).

Όμως το ακριβό πετρέλαιο στις διεθνείς αγορές σημαίνει και ακριβά προϊόντα πετρελαίου παρά το γεγονός ότι οι τιμές στις αντλίες δεν παρακολουθούν - τις περισσότερες φορές – την άνοδο των διεθνών τιμών. Παρ’ όλα αυτά οι τιμές στα βενζινάδικα έχουν και αυτές σκαρφαλώσει αρκετά το τελευταίο διάστημα και κυμαίνονται πλέον σταθερά μεταξύ 1.10 με 1.20 ευρώ το λίτρο για την απλή αμόλυβδη στα περισσότερα μέρη της χώρας. Οι ενδείξεις είναι ότι εάν οι τιμές εκ διυλιστηρίου συνεχίζουν ν΄ ανεβαίνουν, αποτέλεσμα των ανατιμήσεων των διεθνών τιμών, μέχρι το καλοκαίρι η αμόλυβδη θα πωλείται πάνω από 1.30€ το λίτρο. Μια ακριβή τιμή για Ελλάδα αλλά από τις φθηνότερες στην Ευρώπη.

Τον εκρηκτικό παράγοντα του πετρελαίου αναγνωρίζει ο Υπουργός Ανάπτυξης κ. Χρήστος Φώλιας, ως βασική αιτία της ακρίβειας και τον πληθωρισμό μέτρα για την πάταξη των οποίων ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα Στα 41 μέτρα του υπουργείου Ανάπτυξης για την καταπολέμηση της ακρίβειας προβλέπονται τουλάχιστον δύο μέτρα που αφορούν το πετρέλαιο: Το πρώτο είναι η λειτουργία ενός Παρατηρητηρίου Τιμών Καυσίμων σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες διεθνές τιμές, το οποίο θα συγκρίνει τη διεθνή τιμή ενός βαρελιού αργού με την τιμή στην οποία αγοράζει το πετρέλαιο κίνησης ο Έλληνας καταναλωτής. Το Παρατηρητήριο θα ελέγχει την αγορά και θα καταγράφει τυχόν υστέρηση κατά την αντίδρασή της στις διακυμάνσεις της αγοράς.

Ένα δεύτερο μέτρο προβλέπει τη συγκριτική παραβολή των κοστολογικών στοιχείων των επιχειρήσεων με την αντίστοιχη ανάλυση κοστολογίου από τις υπηρεσίες του υπουργείου. Με εγκύκλιο προς τις αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου θα προβλέπεται η λεπτομερής καταγραφή και ανάλυση των κοστολογικών στοιχείων από τις υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης, ώστε να διασαφηνισθεί η συμμετοχή κοστολογικών παραγόντων όπως η τιμή των καυσίμων στην διαμόρφωση του τελικού κόστους των προϊόντων ανά κλάδο – κάτι που, όπως δεσμεύτηκε ο κ. Φώλιας, θα ισχύει και για τις επιβαλλόμενες από το κράτος αυξήσεις όπως για παράδειγμα για τα τιμολόγια της ΔΕΗ.

Αν και χρήσιμα εκτιμούμε ότι τα ανωτέρω αγορανομικά κυρίως μέτρα είναι ανεπαρκή και κυρίως προς την λάθος κατεύθυνση. Δεν πρόκειται να ανατρέψουν ουδόλως τις προβλεπόμενες ανατιμήσεις των προϊόντων πετρελαίου, αφού δεν αγγίζουν την ουσία του προβλήματος, που δεν είναι άλλη από την απόλυτη εξάρτηση της χώρας από ένα πλήρως εισαγόμενο προϊόν. Πέρυσι η Ελλάδα επλήρωσε σχεδόν 9.5 δις. ευρώ για εισαγωγές αργού και ντίζελ (όπου ως γνωστό είναι ελλειμματική η Ελλάδα). Με μηδενική εγχώρια παραγωγή και μια διαρκώς αυξανόμενη κατανάλωση η οποία υπολογίζεται περίπου στα 450.000 βαρέλια ημερησίως και με 250.000 νέα Ι.Χ. εισέρχονται στους δρόμους κάθε χρόνο σταθερά τα τελευταία πέντε χρόνια, η κατανάλωση πετρελαίου σε σχέση με τις υψηλές σχετικά τιμές επιδεικνύει μια υψηλή ανελαστικότητα Περί αυτού ο υπουργός Ανάπτυξης και η κυβέρνηση δεν μπορούν να πράξουν ουδέν. Εάν πράγματι επιθυμούσαν να ελέγξουν τις τιμές, και μέσω αυτών να περιορίσουν την παράλογα υψηλή κατανάλωση και να καλλιεργήσουν ένα αίσθημα ευθύνης και οικονομίας στο καταναλωτικό κοινό, τότε θα έπρεπε να εσκέπτοντο να εξεύρουν τρόπους για το πως θα ακριβύνουν τις τιμές των προϊόντων με την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ).

Μπορεί να ξενίζει τους αναγνώστες γιατί προτείνουμε τώρα μια απότομη αύξηση των τιμών προϊόντων και πως αυτό μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα σταθερό τιμολογιακό περιβάλλον αργότερα. Όμως η επιχειρηματολογία μας δεν είναι τόσο παράλογη όσο ακούγεται.

Μία αύξηση του ΕΦΚ τώρα με την προϋπόθεση ότι θα είναι υψηλή και εφάπαξ θα δώσει το κατάλληλο μήνυμα στην αγορά περί περιορισμού της κατανάλωσης, ενώ οι πληθωριστικές επιπτώσεις θα «είναι μια και έξω», δηλ. θα επηρεάσουν τον τιμάριθμο καταναλωτού άπαξ με το ευεργετικό αποτέλεσμα οι μετέπειτα τυχόν αυξήσεις των διεθνών τιμών αργότερα να απορροφηθούν, προσφέροντας παράλληλα τη δυνατότητα στην κυβέρνηση μείωσης του ΕΦΚ όταν υπάρξει σαφής και διαρκής υποχώρηση των διεθνών τιμών. Επιπροσθέτως η Κυβέρνηση θα πρέπει να σκεφθεί σοβαρά την άμεση αύξηση της φορολογίας στα μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητα, όπως τα SUV, και την επιβολή διοδίων για την κίνηση όλων των Ι.Χ. στα κορεσμένα από κίνηση κέντρα των μεγαλουπόλεων (π.χ Αθήνα, Θεσσαλονίκη).