Οι αυξημένες τιμές αλλά και η ισχυρή διεθνής ζήτηση ειδικά στην αγορά μετάλλων καθιστούν την ελληνική εξορυκτική βιομηχανία σε καθοριστικό παράγοντα της εγχώριας αλλά και της διεθνούς οικονομίας, παρά την ενεργειακή κρίση που επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και μειώνει την ανταγωνιστικότητα των εταιρειών, σύμφωνα με τον απολογισμό του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) για το 2020. Ωστόσο, όπως επισημαίνει

ο πρόεδρος του ΣΜΕ, Αθανάσιος Κεφάλας, «ο εξορυκτικός κλάδος είναι στην κορυφή των καθυστερήσεων στις αδειοδοτήσεις και η χαμηλή προτεραιότητα στην επίλυση ρυθμιστικών κρίσιμων θεμάτων του είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με τη συμβολή του στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και στις εξαγωγές της χώρας». Και συμπληρώνει λέγοντας πως «τα δύο αυτά προβλήματα πρέπει να αντιμετωπισθούν το ταχύτερο δυνατόν, ώστε να ξεδιπλωθεί στην πληρότητά της η δυναμική του κλάδου».

Αποτύπωμα

O αριθμός των απασχολουμένων στις επιχειρήσεις-μέλη του ΣΜΕ (συνολικά 29 επιχειρήσεις) το 2020 ανήλθε σε 12.117 άτομα (-1,2%). Οι πωλήσεις τους έφτασαν το 1,192 δισ. ευρώ, οι εξαγωγές τους στο 0,65 δισ. ευρώ και η παραγωγή σε τόνους τελικών εμπορεύσιμων προϊόντων στα 47.154.319.

Με βάση τις εκτιμήσεις του ΣΜΕ για το 2021, για τον κλάδο Μεταλλευμάτων - Μετάλλων - Συμπυκνωμάτων εκτιμάται ότι θα είναι ιδιαίτερα θετικό και ακόμη περισσότερο για τα μέταλλα. Σημαντική είναι η παρουσία του ελληνικού βωξίτη, πρώτη ύλη για το αλουμίνιο και την αλουμίνα στην εσωτερική και τη διεθνή αγορά ως βιομηχανικό ορυκτό. Εξάγεται σε 20 χώρες και η ζήτηση είναι ιδιαίτερα αυξημένη. Στο νικέλιο ο ανταγωνισμός φουντώνει, όπως και οι τιμές. Στον λευκόλιθο σημειώνεται αύξηση ζήτησης και τιμών. Εμφανής είναι επίσης η ζήτηση για τις πυρίμαχες μάζες, όπως και η αύξηση των τιμών τους. Σημαντική είναι η αύξηση ζήτησης και τιμών των συμπυκνωμάτων, ιδιαίτερα μετά το α' εξάμηνο του 2020. Επίσης, υπάρχει μεγάλη ζήτηση χρυσοφόρου πυρίτη. Αντίθετα, στον γύψο υπάρχει έντονος διεθνής ανταγωνισμός, με προϊόντα υψηλότερης ποιότητας από τα ελληνικά και χαμηλές τιμές λόγω ισοτιμιών. Στο μάρμαρο παρατηρείται σημαντική αύξηση ζήτησης μετά το β' εξάμηνο του 2021. Το μάρμαρο είναι κατεξοχήν εξαγωγικό προϊόν, με χώρες προορισμού την Κίνα (54%), τις ΗΠΑ (7%), τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (5%), το Κατάρ (3%) και την Κύπρο (2,78%). Για τα αδρανή το 2021 προβλέπεται ευοίωνο, ιδιαίτερα εάν λειτουργήσουν τα μεγάλα, προγραμματισμένα, κατασκευαστικά έργα.

Έχοντας ήδη διανύσει το πρώτο εξάμηνο του 2021 αξίζει να σημειώσουμε ότι το ξεκίνημα ήταν πολύ ενθαρρυντικό. Τα αδρανή και δομικά υλικά συνεχίζουν την ανοδική πορεία που δεν είχε ανακοπεί το 2020, οι τιμές των μετάλλων είναι ανοδικές ή σχετικά υψηλές, τα μάρμαρα είναι σε τροχιά ανάκαμψης, τα βιομηχανικά ορυκτά θα επανέλθουν τουλάχιστον στα επίπεδα του 2019 και η παραγωγή λιγνίτη θα παραμείνει στα επίπεδα του 2020. Επίσης, διακρίνονται από έντονα εξωστρεφή χαρακτήρα και έναν ιδιαίτερα έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό, µε εξαγωγές μεγαλύτερες του 65% του συνόλου των πωλήσεων των µελών του, κατακτώντας σημαντικά μερίδια στις διεθνείς αγορές αλλά και δίνοντας έτσι λύσεις σε εποχές εθνικής οικονομικής δυσπραγίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΜΕ για την πορεία του κλάδου το 2020, τα Μεταλλεύματα εμφάνισαν σταθερή πορεία σε παραγωγή και πωλήσεις σε σύγκριση με το 2019. Οι τιμές των μετάλλων και των συμπυκνωμάτων εμφάνισαν σημαντικές αυξήσεις. Μόνη αντίθεση σε αυτό, οι αξιοσημείωτες μειώσεις σε ποσότητες και πωλήσεις των μαγνησιακών προϊόντων, που με έντονη προσπάθεια από πλευράς εταιρειών-μελών έκλεισαν το 2020 με υστέρηση έναντι του 2019 όχι μεγαλύτερη του 6%. Στα Βιομηχανικά Ορυκτά η εικόνα παραμένει μικτή για το 2020, ορυκτά με καλή πορεία πωλήσεων και άλλα με μειώσεις. Το Μάρμαρο επλήγη ιδιαίτερα λόγω πανδημίας με πτώση των εξαγωγών λόγω χαμηλής ζήτησης που υπερέβη το 20% έναντι του 2019. Παρά την κρίση, τα Αδρανή έκλεισαν το 2020 με ικανοποιητικό αποτέλεσμα, εμφανίζοντας και μικρή αύξηση πωλήσεων της τάξης του 5% έναντι του 2019. Το 2020 η παραγωγή λιγνίτη δεν υπερέβη τους 15 εκατ. τόνους έναντι 26 εκατ. το 2019 και 37 εκατ. τόνους το 2018. Ο κλάδος της Ελληνικής Εξορυκτικής Βιομηχανίας εμφανίζει το 2020 συγκεντρωτικά αισθητά μικρότερη παραγωγή προϊόντων λόγω της μείωσης στην παραγωγή λιγνίτη αλλά και του σιδηρονικελίου.

*(Από τη Ναυτεμπορική)