Τα τελευταία χρόνια τα εθνικά κράτη έχουν αρχίσει να διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο στην παραγωγή και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην περιοχή της επικράτειάς τους περιορίζοντας κατά ένα πολύ σημαντικό βαθμό, σε σχέση με το παρελθόν, τον ρόλο των ξένων πολυεθνικών και διεθνών εταιρειών. Είναι αλήθεια ότι οι ξένες εταιρείες ναι μεν φέρνουν σημαντικές επενδύσεις στις χώρες – παραγωγούς ωστόσο όμως, όχι σπάνια, έχουν κατηγορηθεί από τις κυβερνήσεις ότι εκμεταλλεύονται τον φυσικό ορυκτό πλούτο χωρίς να ανταποδίδουν τα ανάλογα κέρδη που αντιστοιχούν στα κράτη όπως αυτά θα επιθυμούσαν.

Τα τελευταία χρόνια τα εθνικά κράτη έχουν αρχίσει να διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο στην παραγωγή και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην περιοχή της επικράτειάς τους περιορίζοντας κατά ένα πολύ σημαντικό βαθμό, σε σχέση με το παρελθόν, τον ρόλο των ξένων πολυεθνικών και διεθνών εταιρειών. Είναι αλήθεια ότι οι ξένες εταιρείες ναι μεν φέρνουν σημαντικές επενδύσεις στις χώρες – παραγωγούς ωστόσο όμως, όχι σπάνια, έχουν κατηγορηθεί από τις κυβερνήσεις ότι εκμεταλλεύονται τον φυσικό ορυκτό πλούτο χωρίς να ανταποδίδουν τα ανάλογα κέρδη που αντιστοιχούν στα κράτη όπως αυτά θα επιθυμούσαν.

Είναι φυσικό λοιπόν χώρες με αρκετά μεγάλη παραγωγή πετρελαίου όπως η Βενεζουέλα, το Μεξικό ή το Ιράν να προσπαθούν να αποκλείσουν ξένες εταιρείες μέσω επιβολής αυξημένης φορολογίας στα τέλη παραγωγής ή με άλλους δυσβάσταχτους όρους και να αναλαμβάνουν αποκλειστικά αυτές μέσω των εθνικών εταιρειών τους, που πολλές φορές εξελίσσονται σε μονοπώλια, τα ινία της παραγωγής. Αυτή τη στιγμή μάλιστα υπολογίζεται ότι το 80% των κοιτασμάτων πετρελαίου σ’ όλο τον κόσμο ελέγχονται εξολοκλήρου από τις εθνικές εταιρείες σε βαθμό που να μιλούμε πλέον περί ενός νέου πετρελαϊκού εθνικισμού. Ωστόσο αυτό δεν αποτελεί το τέλος εποχής για τις μεγάλες πολυεθνικές ή διεθνείς εταιρείες όπως είναι η Shell, η BP, η Chevron,η ConocoPhillips και η ιταλική Eni οι οποίες έχουν ήδη αρχίσει να στρέφουν την προσοχή τους στον τομέα του φυσικού αερίου. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις όπου οι ίδιες οι χώρες δεν επιθυμούν ξένες επενδύσεις, αντίθετα στον τομέα του φυσικού αερίου δέχονται ευπρόσδεχτα επενδύσεις πολυεθνικών. Έτσι το φυσικό αέριο αναδεικνύεται πλέον ως ένας από τους βασικούς τομείς δραστηριοτήτων των διεθνών εταιρειών πετρελαίου.

Ο κυριότερος λόγος γι αυτό είναι ότι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται δεκαετίες τώρα στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων κατέχουν την τεχνογνωσία εκείνη που χρειάζεται για την ανακάλυψη και αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, γνώσεις και εμπειρία που στην πλειονότητά τους τα κράτη δεν κατέχουν ή δεν έχουν αναπτύξει ακόμα, σε αντίθεση με τον τομέα του πετρελαίου. Επίσης ένα σημαντικό πλεονέκτημα των πολυεθνικών εταιρειών σε σχέση με τις εθνικές εταιρείες αποτελεί η χρηματοπιστωτική ικανότητά τους στο να εξασφαλίζουν μεγάλα δάνεια από τράπεζες της τάξεως των 10 ή 20 δισεκατομμυρίων Ευρώ όπως επίσης και η πρόσβαση που έχουν στις παγκόσμιες ενεργειακές αγορές πράγμα το οποίο τους εξασφαλίζει γρήγορη απόσβεση του κόστους των επενδύσεων τους.

Αυτή η τάση βέβαια των πολυεθνικών εταιρειών να στραφούν από το πετρέλαιο στο φυσικό αέριο δεν είναι απλά αποτέλεσμα της ανάγκης κάποιων εθνικών – κρατικών εταιρειών να αναλάβουν αποκλειστικά τον τομέα του πετρελαίου αλλά σηματοδοτεί επιπλέον το μεγάλο ενδιαφέρον που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται σχετικά με το φυσικό αέριο. Αυτή τη στιγμή το φυσικό αέριο είναι από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους ενεργειακούς τομείς παγκοσμίως κι αυτό ακριβώς το γεγονός δεν πρόκειται να περάσει ανεκμετάλλευτο από τις μεγάλες διεθνείς εταιρείες. Το 2003 το μερίδιο των πολυεθνικών εταιρειών στα παγκόσμια αποθέματα φυσικού αερίου καταλάμβανε το 39,5% ενώ τρία χρόνια μετά, το 2006 το μερίδιό τους στην συνολική πίτα αυξήθηκε σε 44%. Η εταιρεία Chevron μάλιστα κατέχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης στα πλουσιότερα πεδία φυσικού αερίου στην Αυστραλία ενώ έχει επίσης δικαιώματα σε σημαντικά κοιτάσματα στην Δυτική Αφρική, στην Ασία, στην περιοχή της Κασπίας και στην Λατινική Αμερική.

Όπως δείχνουν τα πράγματα ο τομέας του φυσικού αερίου αποτελεί ίσως το μέλλον των πολυεθνικών εταιρειών, με σημαντικά πιθανά κέρδη και με επενδύσεις που πρόκειται να αποδειχθούν αρκετά επικερδείς. Μία πιθανή όμως εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου κάποιων κρατών, όπως άλλωστε έχει κατά κόρον συμβεί στο παρελθόν, θα μπορούσε να περιπλέξει τα πράγματα και να μην επιφέρει τα αναμενόμενα οφέλη και για τα πλούσια σε φυσικό αέριο κράτη και για τις ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται εκεί. Πρόσφατα μάλιστα η κυβέρνηση του Καζακστάν αρνήθηκε οποιαδήποτε περαιτέρω συνεργασία με ξένες εταιρείες στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, εκτός απ’ αυτές που ήδη ισχύουν. Είναι σίγουρο όμως ότι τέτοιες πολιτικές αποφάσεις δεν δημιουργούν όφελος σε κανένα από τα δύο μέρη αλλά αντίθετα ανακόπτουν την αναπτυξιακή προοπτική ενός κράτους και απομακρύνουν ωφέλιμες για την οικονομία επενδυτικές ευκαιρίες. Το άμεσο μέλλον βέβαια θα δείξει με τον καλύτερο τρόπο αν θα υπάρξει άριστη διαχείριση απ’ την πλευρά των κρατών και των πολυεθνικών εταιρειών του φυσικού αερίου το οποίο πρόκειται ομολογουμένως να παίξει έναν σημαντικότατο ρόλο στο παγκόσμιο ενεργειακό και γεωπολιτικό τοπίο.

Στην Ελλάδα, αξίζει να θυμίσουμε ότι η μεγαλύτερη εταιρεία πετρελαίων η ΕΛΠΕ κατέχει το 35% της ΔΕΠΑ, ποσοστό το οποίο θα επιθυμούσε να αυξήσει περαιτέρω αν της εδίδετο κατάλληλη ευκαιρία. Όμως, η ΕΛΠΕ, σε αντίθεση με τις διεθνείς εταιρείες δεν βλέπει τον τομέα έρευνας και ανάπτυξης, δηλαδή το upstream, ως μία βασική δραστηριότητα της εταιρείας και είναι γνωστό ότι εδώ και μερικούς μήνες προσπαθεί να βρει τρόπους να απεμπλακεί πλήρως από την συμμετοχή της σε έρευνες στη Λιβύη και στην Αίγυπτο. Αντίθετα, ανώτερα στελέχη της ΕΛΠΕ πιστεύουν ότι το μέλλον της εταιρείας στο φυσικό αέριο έχει να κάνει περισσότερο με την ανάπτυξη του εμπορικού τομέα, καταρχάς στην Ελλάδα και αργότερα ενδεχομένως σε άλλες χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης.