Το πετρέλαιο στην διεθνή αγορά έφθασε τα 105 δολάρια το βαρέλι και σύντομα θα αναρριχηθεί στα 110 δολάρια επιβεβαιώνοντας πλήρως την αρθρογραφία του energia.gr (βλέπε κύριο άρθρο Κ. Ν. Σταμπολή στο energia.gr στις 3/3/08) . Οι επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά είναι ήδη αισθητές με την απλή αμόλυβδη να πωλείται στο 1,15 με 1,20 ευρώ το λίτρο δηλαδή 30% πιο ακριβά από πέρυσι, ενώ είναι ζήτημα χρόνου αυτή να φθάσει το 1,30 ευρώ το λίτρο με εξαιρετικά πιθανό σενάριο το 1,50 μέχρι το καλοκαίρι.

Το πετρέλαιο στην διεθνή αγορά έφθασε τα 105 δολάρια το βαρέλι και σύντομα θα αναρριχηθεί στα 110 δολάρια επιβεβαιώνοντας πλήρως την αρθρογραφία του energia.gr (βλέπε κύριο άρθρο Κ. Ν. Σταμπολή στο energia.gr στις 3/3/08) . Οι επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά είναι ήδη αισθητές με την απλή αμόλυβδη να πωλείται στο 1,15 με 1,20 ευρώ το λίτρο δηλαδή 30% πιο ακριβά από πέρυσι, ενώ είναι ζήτημα χρόνου αυτή να φθάσει το 1,30 ευρώ το λίτρο με εξαιρετικά πιθανό σενάριο το 1,50 μέχρι το καλοκαίρι.

Για μία ακόμη φορά η κυβέρνηση έπεσε έξω στις προβλέψεις τις αφού ο προϋπολογισμός του 2008 έχει καταρτισθεί με την υπόθεση των 75 δολαρίων το βαρέλι ενώ καθίσταται εμφανές πλέον ότι ο μέσος όρος για το 2008 θα κινηθεί άνω των 90 δολαρίων το βαρέλι. Αυτή η μεγάλη διαφορά θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην διαμόρφωση όλων σχεδόν των οικονομικών μεγεθών και παραμέτρων ενώ η κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι εδώ και μερικά χρόνια είναι ξεκάθαρη η ανοδική τάση των τιμών πετρελαίου, δεν έχει ουδένα σχέδιο για την αντιμετώπιση μιας εξόχως κρίσιμης πλέον κατάστασης.

Ούτε σχέδιο εξοικονόμησης ενέργειας υπάρχει, ούτε η δημιουργία επιπλέον αποθηκευτικών χώρων προβλέπεται ούτε η έναρξη προγράμματος για έρευνα και εκμετάλλευση των εγχώριων υδρογονανθράκων προβλέπεται. Τα πάντα έχουν αφεθεί στην τύχη τους και στην θεία πρόνοια. Ο Υπουργός Ανάπτυξης κ. Χρήστος Φώλιας πριν δύο εβδομάδες εισηγήθηκε μία δέσμη μέτρων για την πάταξη της ακρίβειας στην οποία περιλαμβάνονται και δύο μέτρα για την αντιμετώπιση του ακριβού πετρελαίου.

Αν και χρήσιμα, τα αγορανομικά κυρίως αυτά, μέτρα πιστεύουμε ότι είναι τελείως ανεπαρκή και κυρίως προς την λάθος κατεύθυνση. Δεν πρόκειται να ανατρέψουν ουδόλως τις προβλεπόμενες ανατιμήσεις των προϊόντων πετρελαίου, αφού δεν αγγίζουν την ουσία του προβλήματος, που δεν είναι άλλη από την απόλυτη εξάρτηση της χώρας από ένα πλήρως εισαγόμενο προϊόν. Πέρυσι η Ελλάδα επλήρωσε σχεδόν 9.5 δις. ευρώ για εισαγωγές αργού και ντίζελ. Με μηδενική εγχώρια παραγωγή και μια διαρκώς αυξανόμενη κατανάλωση η οποία υπολογίζεται περίπου στα 450.000 βαρέλια ημερησίως και με 250.000 νέα Ι.Χ. εισέρχονται στους δρόμους κάθε χρόνο σταθερά τα τελευταία πέντε χρόνια, η κατανάλωση πετρελαίου σε σχέση με τις υψηλές σχετικά τιμές επιδεικνύει αξιοθαύμαστη ανελαστικότητα Περί αυτού ο υπουργός Ανάπτυξης και η κυβέρνηση δεν μπορούν να πράξουν ουδέν.

Εάν πράγματι επιθυμούσαν να ελέγξουν τις τιμές, και μέσω αυτών να περιορίσουν την παράλογα υψηλή κατανάλωση και να καλλιεργήσουν ένα αίσθημα ευθύνης και εξοικονόμησης ενέργειας στο καταναλωτικό κοινό, τότε θα έπρεπε να εσκέπτοντο να εξεύρουν τρόπους για το πως θα ακριβύνουν τις τιμές των προϊόντων μέσω της αύξησης του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ).

Μία αύξηση του ΕΦΚ τώρα με την προϋπόθεση ότι θα είναι υψηλή και εφάπαξ θα δώσει το κατάλληλο μήνυμα στην αγορά περί περιορισμού της κατανάλωσης, ενώ οι πληθωριστικές επιπτώσεις θα «είναι μια και έξω», δηλ. θα επηρεάσουν τον τιμάριθμο καταναλωτού άπαξ με το ευεργετικό αποτέλεσμα οι μετέπειτα τυχόν αυξήσεις των διεθνών τιμών να απορροφηθούν ομαλά, προσφέροντας παράλληλα τη δυνατότητα στην κυβέρνηση μείωσης του ΕΦΚ όταν υπάρξει σαφής και διαρκής υποχώρηση των διεθνών τιμών. Επιπροσθέτως η Κυβέρνηση θα πρέπει να σκεφθεί σοβαρά την άμεση αύξηση της φορολογίας στα μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητα, όπως τα SUV, και την επιβολή διοδίων για την κίνηση όλων των Ι.Χ. στα κορεσμένα από κίνηση κέντρα των μεγαλουπόλεων (π.χ Αθήνα, Θεσσαλονίκη).

Μπορεί τα μέτρα αυτά να φαίνονται εκ πρώτης όψεως σκληρά και άδικα όμως μακροπρόθεσμα είναι βέβαιο ότι θα αποδειχθούν σωτήρια αφού μόνο μέσω των υψηλών τιμών μπορεί να μειωθεί αισθητά ο ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης. Παράλληλα οι υψηλές τιμές καυσίμων θα δώσουν το έναυσμα και το κίνητρο για την ανάπτυξη εναλλακτικών τρόπων παραγωγής και χρήσης ενέργειας.