Αρμοδιότητα των Πολιτικών Δικαστηρίων για τις Διαφορές Από τις Συμβάσεις Μεταξύ Παραγωγών Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ και της ΛΑΓΗΕ ΑΕ (ΣτΕ 1944/2021 Ολ.)

Αρμοδιότητα των Πολιτικών Δικαστηρίων για τις Διαφορές Από τις Συμβάσεις  Μεταξύ Παραγωγών Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ και της ΛΑΓΗΕ ΑΕ (ΣτΕ 1944/2021 Ολ.)
του κ. Ιωάννη Ελ. Κοϊμτζόγλου*
Τετ, 29 Δεκεμβρίου 2021 - 14:23

Με την πρόσφατα εκδοθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1944/2021) κρίθηκε ότι σύμβαση μεταξύ παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ και της ΛΑΓΗΕ ΑΕ αποτελεί σύμβαση ιδιωτικού δικαίου και οι πράξεις της ΛΑΓΗΕ ΑΕ, με τις οποίες προσδιορίζεται το οφειλόμενο στον παραγωγό τίμημα προκαλούν διαφορές ιδιωτικού δικαίου υπαγόμενες στα πολιτικά δικαστήρια

Η απόφαση εκδόθηκε επί  αιτήσεως ακυρώσεως με αίτημα την ακύρωση ενημερωτικών σημειωμάτων της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΛΑΓΗΕ ΑΕ, με τα οποία προσδιορίστηκε το πληρωτέο στην αιτούσα εταιρεία ποσό για την ηλεκτρική ενέργεια που διοχετεύθηκε στο Σύστημα ή στο Διασυνδεδεμένο Δίκτυο από δύο φωτοβολταϊκούς σταθμούς της ενλόγω εταιρείας. Ακυρωτικό λόγο αποτέλεσε ο προσδιορισμός του ανωτέρω πληρωτέου ποσού κατ’ εφαρμογήν του άρθρου πρώτου, παρ. ΙΓ, ΙΓ1 του ν. 4254/2014 με μειωμένη, σε σχέση με την μέχρι τότε ισχύουσα,  τιμή αναφοράς ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας.

Κρίθηκε με την προαναφερόμενη απόφαση ότι με την ένταξη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ στο Σύστημα Μεταφοράς ή στο Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας επιδιώκονται σκοποί δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενοι, μεταξύ άλλων, στην προστασία του περιβάλλοντος, την ενίσχυση της οικονομίας και την συμβολή στην βιώσιμη ανάπτυξη. Περαιτέρω, ως εργαλείο για την κατά τα ανωτέρω ένταξη των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ στο Σύστημα ή το Δίκτυο ο νομοθέτης δεν επέλεξε την μονομερή εξουσιαστική πράξη διοικητικής αρχής (ή διφυούς νομικού προσώπου, ενεργούντος ως φορέας δημόσιας εξουσίας), αλλά -όπως προσήκει μάλιστα σε καθεστώς μερικής έστω απελευθέρωσης της αγοράς- την σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του κατόχου της οικείας άδειας παραγωγής και της ΛΑΓΗΕ ΑΕ (ή της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ, στην περίπτωση που οι εγκαταστάσεις παραγωγής συνδέονται με το Δίκτυο των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών), η οποία ρητώς χαρακτηρίζεται από τον νόμο ως “σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας” (άρθρο 12 παρ. 1 ν. 3468/2006). Εξάλλου, το γεγονός ότι ουσιώδη στοιχεία της συναπτόμενης σχέσης, μεταξύ των οποίων και το τίμημα της ηλεκτρικής ενέργειας που εγχέεται στην “δεξαμενή” της χονδρεμπορικής αγοράς, καθορίζονται, και πάλι για λόγους δημοσίου συμφέροντος, από τον νομοθέτη, με αποτέλεσμα την αντίστοιχη περιστολή της συμβατικής ελευθερίας των εμπλεκομένων μερών, δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της ως συμβατικής σχέσης, ενόψει των κρατούντων στην νομολογία και την θεωρία περί των αναγκαστικών συμβάσεων και των συμβάσεων προσχωρήσεως. Ανεξαρτήτως δε του αν πράγματι πρόκειται για “σύμβαση πώλησης”, όπως την αντιλαμβάνονται και την ρυθμίζουν τα άρθρα 513 επ. του Αστικού Κώδικα, ή για άλλο συμβατικό μόρφωμα (και τούτο ενόψει των χαρακτηριστικών της, και ιδίως της ιδιάζουσας θέσης της ΛΑΓΗΕ ΑΕ, η οποία ενεργεί μάλλον ως λειτουργός της αγοράς και όχι ως πραγματικός αγοραστής, δεν είναι ο πραγματικός χρήστης του προϊόντος ούτε καταβάλλει την αμοιβή στον παραγωγό από ιδίους πόρους, αλλά την αποδίδει μέσω του Ειδικού Λογαριασμού), η συναπτόμενη μεταξύ του παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ και της ΛΑΓΗΕ ΑΕ σχέση αποτελεί σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου κατά το κρατούν οργανικό κριτήριο (εφόσον δεν συμβάλλεται το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου). Κατά συνέπεια, οι πράξεις της ΛΑΓΗΕ ΑΕ, με τις οποίες, κατ’ εφαρμογή των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων νόμου, προσδιορίζεται το οφειλόμενο στον παραγωγό τίμημα για την ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, εκδίδονται στο πλαίσιο της κατά τα ανωτέρω συμβατικής σχέσης και προκαλούν, ως εκ τούτου, στην περίπτωση ένδικης αμφισβήτησής τους, διαφορές του ιδιωτικού δικαίου. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούμενος, εξάλλου, ο κανονιστικός νομοθέτης όρισε, στο άρθρο εικοστό πρώτο της απόφασης ΑΥ/Φ1/οικ.17149/30.8.2010 της Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ότι αρμόδια για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση ή την ερμηνεία των ως άνω συμβάσεων πώλησης (και επομένως και των διαφορών από τον προσδιορισμό του οφειλομένου τιμήματος) είναι τα “πολιτικά Δικαστήρια των Αθηνών”. Την ως άνω συμβατική σχέση αφορούν, εξάλλου, και οι πράξεις της ΛΑΓΗΕ ΑΕ, με τις οποίες διαπιστώνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων που τάσσονται με την παράγραφο ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 και είτε αναπροσαρμόζεται (μειώνεται) το οφειλόμενο για την ενέργεια από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ τίμημα για το χρονικό διάστημα από 1 Απριλίου 2014 και εφεξής (υποπαράγραφος ΙΓ.1) είτε προσδιορίζεται το ποσό της παρεχόμενης υποχρεωτικώς από τους παραγωγούς έκπτωσης επί της συνολικής αξίας της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ που εγχύθηκε στο Σύστημα ή το Διασυνδεδεμένο Δίκτυο κατά το έτος 2013 και μειώνεται, με αυτόν τον τρόπο, αναδρομικώς το οφειλόμενο τίμημα για την πωληθείσα ενέργεια (υποπαράγραφος ΙΓ.3). Και τούτο διότι και στις περιπτώσεις αυτές ο νομοθέτης προέβη στον καθορισμό του τιμήματος που οφείλεται για την ενέργεια που προέρχεται από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ και εγχέεται στην “δεξαμενή” της χονδρεμπορικής αγοράς -τίμημα, το οποίο, ούτως ή άλλως, όριζε παγίως ο ίδιος και όχι τα συμβαλλόμενα μέρη- χωρίς μάλιστα να θεσπίσει σχετική ειδική διοικητική διαδικασία. Ως εκ τούτου, και από τις ανωτέρω πράξεις της ΛΑΓΗΕ ΑΕ, η οποία δρα κατά την έκδοσή τους ως αντισυμβαλλόμενος σε σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου (και όχι ως φορέας δημόσιας εξουσίας, όπως αντιθέτως ενεργεί κατά την επιβολή της έκτακτης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα), γεννώνται διαφορές ιδιωτικού δικαίου, αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων. Δεν ασκούν δε επιρροή, από την άποψη που ενδιαφέρει εν προκειμένω, οι σκοποί που θάλπονται με τις ως άνω διατάξεις της παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 και συνδέονται με την ομαλή λειτουργία του Ειδικού Λογαριασμού των άρθρων 40 του ν. 2773/1999 και 143 του ν. 4001/2011, εφόσον η εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος εκ μέρους νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, το οποίο, όπως στην προκειμένη περίπτωση η ΛΑΓΗΕ ΑΕ, δεν ασκεί δημόσια εξουσία, αλλά ενεργεί εντός των πλαισίων της συναλλακτικής δράσης του, δύναται να επιτευχθεί και με μέσα του ιδιωτικού δικαίου.

Στην απόφαση υπήρξε και ισχυρή μειοψηφία σύμφωνα με την οποία  η αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων γεννά ακυρωτική διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του ΣτΕ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη γνώμη της μειοψηφίας, οι προσβαλλόμενες πράξεις (ενημερωτικά σημειώματα) εκδόθηκαν από την ΛΑΓΗΕ ΑΕ, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, έχουν δε, πράγματι, ως συνέπεια την αναπροσαρμογή (μείωση) του οφειλόμενου τιμήματος στον παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας, ο οποίος κατά νόμον συνάπτει “σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας” με την ΛΑΓΗΕ ΑΕ, δηλαδή, έχουν ως συνέπεια την αναπροσαρμογή ενός στοιχείου που αποτελεί, επίσης κατά νόμον, αντικείμενο της ανωτέρω “σύμβασης”, η αμφισβήτηση με την υπό κρίση αίτηση της νομιμότητας των πράξεων αυτών, που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή της υποπαραγράφου ΙΓ.1 της παραγράφου ΙΓ του ν. 4254/2014, δεν γεννά ιδιωτική διαφορά, απορρέουσα από την ανωτέρω “σύμβαση”, αλλά διοικητική, και δη ακυρωτική, διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, όπως προκύπτει από τις οδηγίες 96/92/ΕΚ, 2001/77/ΕΚ, 2003/54/ΕΚ, 2009/28/ΕΚ, 2009/72/ΕΚ και τη σχετική εθνική νομοθεσία (ν. 2773/1999, ν. 3426/2005, ν. 3468/2006, ν. 3734/2009, ν. 3851/2010, ν. 4001/2011 και κανονιστικές πράξεις, εκδοθείσες κατ’ εξουσιοδότηση των νόμων αυτών), επιχειρείται η σταδιακή δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η μετάβαση, ως προς τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της αγοράς αυτής, από το καθεστώς της πλήρους καθετοποίησης και της μονοπωλιακής δομής σε όλα τα στάδια σε ένα καθεστώς εν μέρει απελευθέρωσης, τουλάχιστον ως προς τις δραστηριότητες παραγωγής, προμήθειας και εμπορίας, με τον διαχωρισμό τους από το τμήμα εκείνο που ανάγεται στις υποδομές του συστήματος μεταφοράς και του δικτύου διανομής. Παραλλήλως προς την προαναφερθείσα επιδίωξη δημιουργίας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και μετάβασης σε καθεστώς εν μέρει απελευθέρωσης, ο νομοθέτης της ΕΕ και ο έλληνας νομοθέτης επιδιώκουν την προώθηση, στην ως άνω αγορά, της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, τη συμβολή σε βιώσιμη ανάπτυξη και την ενίσχυση της οικονομίας με νέες μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας, συμβατές, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, με τις αρχές της αειφορίας. Ο νέος τρόπος οργάνωσης για την επιδίωξη του στόχου της σταδιακής αυτής απελευθέρωσης, υιοθετεί εν μέρει πρότυπα προσιδιάζοντα στο ιδιωτικό δίκαιο, όπως είναι κατ’ εξοχήν η συμβατική συναλλακτική σχέση, εισάγοντας ιδιότυπες οιονεί συμβάσεις μεταξύ των διαφόρων παραγόντων της (ατελούς) αγοράς, ήτοι των λειτουργών/διαχειριστών του συστήματος και του δικτύου, αφενός, και των επιχειρηματιών, αφετέρου, οι οποίες τύποις υποκαθιστούν την μονομερή εξουσιαστική κρατική δράση, κατ’ ουσίαν, όμως, αποκλίνουν σε σημαντικό βαθμό από τις διέπουσες τις κλασικές συμβατικές σχέσεις αρχές της ιδιωτικής αυτονομίας και της ελευθερίας των συναλλαγών. Οι αποκλίσεις αυτές αφορούν και τις “συμβάσεις” που συνάπτουν οι συμβατικοί παραγωγοί [(βλ. π.χ. τις ρυθμίσεις για το σύστημα υποχρεωτικής δημοπρασίας στην χονδρεμπορική αγορά (mandatory pool system), την απαγόρευση διμερών συμβάσεων μεταξύ των παραγόντων της αγοράς (παραγωγών, προμηθευτών), τον κεντρικό ρόλο του λειτουργού ως ενδιάμεσου φορέα, τον τρόπο διαμόρφωσης της οριακής τιμής συστήματος (ΟΤΣ)], καθίστανται όμως εντονότερες στο καθεστώς που διέπει την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές [ΑΠΕ] και την συμπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας υψηλής απόδοσης [ΣΗΘΥΑ]. Περαιτέρω, συμπληρωματικά σε σχέση προς το ιδιότυπο αυτό συμβατικό πρότυπο, αλλά σε ουσιώδη βαθμό, για προφανείς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συναρτώμενους και με τα χαρακτηριστικά του αγαθού που αποτελεί αντικείμενο της οικείας αγοράς, ο νέος τρόπος οργάνωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να αποτελεί τομέα κρατικής δράσης, που διέπεται από κανόνες δημοσίου δικαίου. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για την παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ενέργεια ή για τις μονάδες ΣΗΘΥΑ. Συγκεκριμένα, για την προώθηση της ηλεκτρικής αυτής ενέργειας και την επιτάχυνση της διείσδυσής της στο ενεργειακό ισοζύγιο προβλέπονται από τη νομοθεσία μηχανισμοί στήριξης της παραγωγής της, που ουδόλως προσιδιάζουν στο καθεστώς απελευθέρωσης της αγοράς και στην ενίσχυση του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, ως προς τη συμμετοχή των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, με σκοπό να δημιουργηθεί ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον [να μειωθεί ο επιχειρηματικός κίνδυνος και να διασφαλίζεται απόσβεση του κόστους επένδυσης] προβλέπεται: (α) η κατά προτεραιότητα απορρόφηση, έναντι κάθε άλλης εγχεόμενης στο Σύστημα ενέργειας, εκείνης που παράγεται από σταθμό ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, (β) η αποζημίωση των παραγωγών αυτών για την εγχεόμενη στο Σύστημα ενέργεια με εγγυημένες τιμές [Feed-In-Tariffs/Fixed Tariffs], ασυνδέτως, δηλαδή, προς την αγοραία αξία του παραγόμενου προϊόντος [ενέργειας], και (γ) η πληρωμή τους, με τις εγγυημένες τιμές, μέσω ενός Ειδικού Λογαριασμού, που έχει νομοθετικώς καθορισμένους πόρους ώστε να διασφαλίζεται η πληρωμή αυτή . Οι μηχανισμοί στήριξης συγκροτούν ενιαίο κανονιστικό καθεστώς, ρυθμιζόμενο από κανόνες δημοσίου δικαίου, που αποτελεί μία από τις επιμέρους εκφάνσεις της κρατικής παρέμβασης στην οργάνωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με αντίστοιχη υποχώρηση της συναλλακτικής ελευθερίας στον εν λόγω τομέα ρυθμίσεων. Η σχεδόν πλήρης υποχώρηση της συμβατικής ελευθερίας στον τομέα αυτό αποτυπώνεται, άλλωστε, και στη “σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας” που συνάπτεται, κατά τα ανωτέρω, μεταξύ των κατόχων άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ/ΣΗΘΥΑ, αφενός, και του Λειτουργού της αγοράς ή του οικείου Διαχειριστή, εφόσον πρόκειται για μη διασυνδεδεμένες νήσους, αφετέρου (βλ. την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 του ν. 3468/2006, όπως τροποποιηθέν ίσχυσε, υ.α. έτους 2010) κατά τις νομοθετικές ρυθμίσεις που διέπουν την “σύμβαση” αυτή, καίτοι αντικείμενο της συναλλαγής είναι η πώληση ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι εμπορεύματος, που εγχέεται στην “δεξαμενή” της χονδρεμπορικής αγοράς, ο αντισυμβαλλόμενος [ΛΑΓΗΕ ΑΕ (νυν ΔΑΠΕΕΠ ΑΕ) ή ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ], δεν είναι ο πραγματικός αγοραστής ή χρήστης του εμπορεύματος, δεν προσδιορίζει την ποσότητα και την τιμή του, ούτε καταβάλλει την αμοιβή στον παραγωγό από ιδίους πόρους, αλλά την “αποδίδει” ανακτώντας αυτήν από τον Ειδικό Λογαριασμό· το περιεχόμενο όλων ανεξαιρέτως των όρων της σύμβασης καθορίζεται κανονιστικώς, με βάση τους κανόνες δημοσίου δικαίου που διέπουν τους προαναφερθέντες μηχανισμούς στήριξης, και πρέπει, σύμφωνα με ρητή διάταξη, να τροποποιείται προκειμένου να “εναρμονίζεται με το εκάστοτε νομοθετικό καθεστώς”· σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε μια Αγορά, με την οικονομική του όρου έννοια, όπου το προϊόν μετατρέπεται σε αξία στο πεδίο των συναλλαγών, εν προκειμένω, το προϊόν της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από σταθμούς ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ και αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω “σύμβασης”, μετατρέπεται σε αξία (κατά ποσότητα, μέσω του μηχανισμού προτεραιότητας, και κατά τιμή μονάδος, μέσω του μηχανισμού αποζημίωσης με προκαθορισμένες τιμές) πριν από την είσοδό του στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, η οιονεί αυτή “σύμβαση”, στην οποία δεν καταλείπεται χώρος για την ανάπτυξη της ιδιωτικής βούλησης και της αυτονομίας των συμβαλλομένων, συνιστά, εν τοις πράγμασι, τεχνική εξατομίκευσης του μηχανισμού ένταξης των εν λόγω παραγωγών στο καθεστώς στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, με βάση τους κανόνες δημοσίου δικαίου που διέπουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, ουσιώδες στοιχείο του καθεστώτος στήριξης αποτελεί ο Ειδικός Λογαριασμός για την πληρωμή των παραγωγών ενέργειας από ΑΠΕ/ΣΗΘΥΑ, ο οποίος συνεστήθη με τον ν. 2773/1999, προκειμένου ο αρμόδιος φορέας ο οποίος τον διαχειρίζεται (τύποις ν.π.ι.δ. αλλά με αρμοδιότητες δημόσιας εξουσίας, καθ’ ο μέρος ενεργεί για την οργάνωση και τη ρύθμιση της αγοράς)  να ανακτά πλήρως τα ποσά που καταβάλλει ως αποζημίωση, μέσω εγγυημένης τιμής, στους παραγωγούς. Προβλέπονται δε στον νόμο τα έσοδα του Λογαριασμού αυτού, οι πηγές δηλαδή από τις οποίες χρηματοδοτείται για να επιτελέσει την δημοσίου δικαίου αποστολή του και οι οποίες είτε δεν σχετίζονται με τις συναλλαγές της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. έσοδα από τις δημοπρατήσεις των αδιάθετων δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, έσοδα από το τέλος ΕΡΤ), είτε συναρτώνται μόνο εμμέσως με τις συναλλαγές της αγοράς αυτής, οι οποίες απλώς αποτελούν στοιχείο αναφοράς για τον καθορισμό, εξουσιαστικώς, του οικείου πόρου του Ειδικού Λογαριασμού (βλ. άρθρο 40 ν. 2773/1999, άρθρο 143 ν. 4001/2011). Εξαιτίας του ελλείμματος που δημιουργήθηκε στον Ειδικό Λογαριασμό και προκειμένου ο εν λόγω μηχανισμός στήριξης, αναπόσπαστο τμήμα του προαναφερθέντος συνολικού καθεστώτος ενίσχυσης και προώθησης των ΑΠΕ, να καταστεί βιώσιμος, ελήφθησαν διαδοχικά από τον νομοθέτη διάφορα μέτρα [βλ. μεταξύ άλλων, επιβολή ειδικού τέλους στην παραγόμενη από λιγνιτικούς σταθμούς ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας (άρθρο 52 παρ. 7 ν. 4042/2012), διάθεση στον Ειδικό Λογαριασμό του συνόλου των εσόδων από πλειστηριασμούς των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου (άρθρο 39 παρ. 2 ν. 4062/2012), καθορισμός ποσοστού της εισφοράς υπέρ της ΕΡΤ ΑΕ ως πόρου του Ειδικού Λογαριασμού, μειώσεις στην τιμολόγηση ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς, αναστολή έκδοσης αδειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς (υ.α. έτους 2012), επιβολή έκτακτης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στους παραγωγούς (ν. 4093/2012, βλ. σχετικώς ΣτΕ 2406/2014), διάφορες ρυθμίσεις περί ΕΤΜΕΑΡ, ρυθμίσεις ν. 4152/2013)]. Στα μέτρα αυτά εντάσσονται και οι επίδικες ρυθμίσεις του ν. 4254/2014. Όταν δε ο φορέας που διαχειρίζεται τον Ειδικό Λογαριασμό εκδίδει αποφάσεις κατ’ εφαρμογή των ρυθμιστικών παρεμβάσεων του νομοθέτη προς μείωση του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού, κατ’ εφαρμογή δηλαδή κανονιστικού καθεστώτος δημοσίου δικαίου που επιβάλλεται εξουσιαστικώς, ο φορέας αυτός [ΛΑΓΗΕ ΑΕ (ήδη ΔΑΠΕΕΠ ΑΕ) ή ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ για ΜΔΝ] δεν ενεργεί μόνο ως αντισυμβαλλόμενος του παραγωγού, στο πλαίσιο του ανωτέρω οιονεί συμβατικού δεσμού, αλλά ενεργεί κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του για την οργάνωση και τη ρύθμιση της οικείας [ατελούς] αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της τεχνικής που επιλέγεται από τον νομοθέτη για την επιβολή των ως άνω μέτρων και ανεξαρτήτως των επιπτώσεών τους στις “συμβάσεις” με τους παραγωγούς, όπως εν προκειμένω η αναπροσαρμογή του νομοθετικώς καθορισθέντος τιμήματος [που αποτελεί, κατά νόμον, αντικείμενο των “συμβάσεων”], η δικαστική αμφισβήτηση των μέτρων αυτών γεννά διοικητική διαφορά. Ενόψει των ανωτέρω, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, όταν οι φορείς ΛΑΓΗΕ ΑΕ (ήδη ΔΑΠΕΕΠ ΑΕ) ή ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ για ΜΔΝ εκδίδουν, κατ’ εφαρμογή των υποπαραγράφων ΙΓ.1 και ΙΓ.3 της παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 εκκαθαριστικά σημειώματα, ενεργούν, προεχόντως, δυνάμει της προαναφερθείσας δημοσίου δικαίου αρμοδιότητάς τους, η οποία τους ανατίθεται προς εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος [διασφάλιση της βιωσιμότητας του Ειδικού Λογαριασμού ώστε να διατηρηθεί ουσιώδης συνιστώσα του καθεστώτος ενίσχυσης και προώθησης των ΑΠΕ], και όχι δυνάμει της οιονεί συμβατικής σχέσης τους με τους παραγωγούς· η άσκηση δε της αρμοδιότητας αυτής επηρεάζει, δευτερογενώς, και την διαμόρφωση [αναπροσαρμογή] του καταβαλλόμενου στους παραγωγούς τιμήματος. Η κατ’ αρχήν εφαρμογή των επίδικων διατάξεων, μέσω των εκκαθαριστικών σημειωμάτων, έχει ως έρεισμα τον νόμο και όχι την δικαιοπρακτική βούληση των μερών και, επομένως, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των πράξεων αυτών εν σχέσει με τη συνταγματικότητα του νομοθετικού ερείσματός τους -και όχι απλώς η αμφισβήτηση της ορθότητας και ακρίβειας του ad hoc υπολογισμού στον οποίο προβαίνει ο οικείος φορέας, με δεδομένο το επίμαχο νομοθετικό έρεισμα- γεννά διοικητική διαφορά. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι συνάπτεται πράγματι σύμβαση, όπως δέχεται η πλειοψηφία, εφόσον η παρούσα διαφορά δεν εντάσσεται στη “συμβατική” σχέση, είναι αδιάφορος τόσο ο χαρακτήρας της σύμβασης, που κατά πάγια νομολογία θεωρείται ιδιωτική λόγω της νομικής φύσης των αντισυμβαλλομένων, όσο και το ότι, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, επί νομοθετικής επέμβασης σε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, η πράξη που εκδίδεται από το συμβαλλόμενο μέρος, κατ’ εφαρμογή του νόμου και σε συμμόρφωση προς τις ρυθμίσεις του, δημιουργεί διαφορά αγόμενη ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Για τους λόγους που προεκτέθηκαν, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων γεννά, κατά τη μειοψηφία, ακυρωτική διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η απόφαση  έλυσε ένα ζήτημα που απασχόλησε επί μακρόν νομικούς και εταιρείες του χώρου παραγωγής ενέργειας και εντοπιζόταν στο  ποια είναι η νομική φύση των «ενημερωτικών σημειωμάτων» που αποστέλλει  ο ΛΑΓΗΕ προς τις αντισυμβαλλόμενους του παραγωγούς ενέργειας. Είναι «διαπιστωτικές πράξεις» ενός ΝΠΙΔ στερούμενες χαρακτήρα διοικητικής πράξης και συνεπώς η δικαστική τους αμφισβήτηση υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή μήπως είναι διοικητικές πράξεις άσκησης δημόσιας εξουσίας εκδιδόμενες από ΝΠΙΔ με βάση σχετική νομοθετική ρύθμιση και η δικαστική τους αμφισβήτηση υπάγεται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων (ακυρωτικών ή ουσίας); Με την απόφαση κρίθηκε ότι οι διαφορές αυτές έχουν χαρακτήρα  ιδιωτικού δικαίου και υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων.

Η απόφαση υπήρξε συνεπής με την πάγια νομολογία περί εφαρμογής του τυπικού κριτηρίου για το χαρακτηρισμό της διαφοράς που προκύπτει από μία σύμβαση ως ιδιωτικής, όταν τα αντισυμβαλλόμενα μέρη είναι ιδιώτες. Το ενδιαφέρον σημείο είναι ότι η εφαρμογή του τυπικού κριτηρίου γίνεται ακόμη και σε «οιονεί» συμβάσεις, όπως στην κρινόμενη περίπτωση. Εξίσου ενδιαφέρουσα, επιδεχόμενη περαιτέρω  δογματική επεξεργασία, είναι και η άποψη της  μειοψηφίας η οποία αναγνωρίζει χαρακτήρα «οιονεί» διοικητικής  πράξης σε πράξεις ενός ΝΠΙΔ, οι οποίες εκδίδονται στο πλαίσιο μίας σύμβασης ιδιωτικού δικαίου.

Η πρακτική σημασία της απόφασης συνίσταται στο ότι με την αναγνώριση της αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων για την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν από πράξεις του ΛΑΓΗΕ στο πλαίσιο εκτέλεσης των συμβάσεων που καταρτίζονται μεταξύ αυτού και ιδιωτών παραγωγών ενέργειας απαλλάσσονται οι τελευταίοι, όταν προκύψει ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας, από την υποχρέωση να τηρήσουν τις στενές προθεσμίες που προβλέπονται  για την προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Επιπλέον, θα έχουν, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, τη δυνατότητα να προβάλλουν και ισχυρισμούς ουσίας που δεν θα μπορούσαν να το κάνουν στο πλαίσιο ακυρωτικής διαφοράς που κρίνεται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Η απόφαση, τέλος, τροφοδοτεί τον προβληματισμό της θεωρίας όσον αφορά τη διαφοροποίηση ή αντιστρόφως τη προσέγγιση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, ιδίως σε περιπτώσεις σύγχρονης και σύνθετης οικονομικής δραστηριότητας η οποία αναπτύσσεται σε ένα μικτό, από την πλευρά των κλάδων δικαίου, δικαιϊκό περιβάλλον.-

*Δικηγόρου, Δ.Ν., Νομικού Συμβούλου ΟΠΑ, ΣΕΠ ΕΑΠ

 

Λίγα λόγια για τον κ. Ιωάννη Κοϊμτζόγλου, Δ.Ν., Δικηγόρο ενώπιον του Αρείου Πάγου & του Συμβουλίου της Επικρατείας, Νομικό Σύμβουλο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο Δρ. Ν. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου είναι Δικηγόρος ενώπιον του Αρείου  Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ασκεί το Δικηγορικό Λειτούργημα από το 1988 με ειδίκευση  σε θέματα Δημοσίου Δικαίου, σε συμβουλευτικό και δικαστηριακό επίπεδο, με έμφαση στο Διοικητικό Δίκαιο (διοικητικά πρόστιμα και κυρώσεις, αδειοδοτήσεις, δίκαιο αλλοδαπών, golden visas, δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης, δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο, περιβαλλοντικό δίκαιο, δημόσιοι διαγωνισμοί και δημόσιες συμβάσεις, ακυρωτικές διαφορές και διαφορές ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Δικαστηρίων, συνεργασία με κρατικές αρχές και αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαρμακευτικό δίκαιο, δίκαιο τηλεπικοινωνιών, δίκαιο εκμετάλλευσης μορφών ενέργειας, ζητήματα προστασίας ακίνητης περιουσίας από κρατικές παρεμβάσεις, νομικά ζητήματα GDPR , προστασία προσωπικών δεδομένων).

Ανήκει στο Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό (ΣΕΠ) του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ) και είναι επιστημονικός συνεργάτης και εισηγητής στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ)  καθώς και στο Κέντρο Ευρωπαϊκού και Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θ. και Δ. Τσάτσου.

Έχει διδάξει Διοικητικό Δίκαιο σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, επιδεικνύει ερευνητική δραστηριότητα συμμετέχοντας σε επιστημονικά συνέδρια και δημοσιεύει επιστημονικά άρθρα και εκδίδει  βιβλία κινούμενος επιστημονικά στον ευρύτερο χώρο του Διοικητικού Δικαίου.

Είναι μέλος  των ΔΣ της Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων (ΕΔΔ) και της International Fiscal Association (IFA), μέλος του International Bar Association (IBA), μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Διοικήσεως Επιχειρήσεων (ΕΕΔΕ), μέλος διακρατικών εμπορικών επιμελητηρίων (Ελληνο-Αμερικανικό, Ελληνο-Γαλλικό, Ελληνο- Βρετανικό).