Η εκρηκτική άνοδος του πετρελαίου δεν κατόρθωσε να πυροδοτήσει ένα νέο κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου το 2007, αποκαλύπτει έρευνα που δημοσιεύθηκε σήμερα.

Η εκρηκτική άνοδος του πετρελαίου δεν κατόρθωσε να πυροδοτήσει ένα νέο κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου το 2007, αποκαλύπτει έρευνα που δημοσιεύθηκε σήμερα.


Η έκθεση που συνέταξαν από κοινού η εταιρεία ερευνών John S. Herold και ο τραπεζικός οίκος Standard Chartered, αποκαλύπτει ότι οι τιμές που καταβλήθηκαν για ενεργειακά αποθέματα δεν σημείωσαν σημαντική ενίσχυση σε σύγκριση με το 2006, παρά το γεγονός ότι στην αγορά εμπορευμάτων η τιμή του αργού πετρελαίου ενισχύθηκε κατά 55%.


Η συνολική αξία των εξαγορών και συγχωνεύσεων στον ενεργειακό κλάδο το 2007, ανήλθε στα 154 δισ. δολάρια, υποχωρώντας ελαφρά σε σύγκριση με την αντίστοιχη το 2006, με το 40% της αύξησης των deals επί των στοιχείων ενεργητικού να αντισταθμίζει την υποχώρηση στην επιχειρηματική δραστηριότητα.


Η μέση τιμή που καταβλήθηκε για την αγορά αποδεδειγμένων και μη αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου υποχώρησε ελαφρά, φθάνοντας στα 4,67 δολάρια ανά βαρέλι, από 5,18 δολάρια ανά βαρέλι που ήταν το 2006.


«Ενώ η τιμή του πετρελαίου στην αγορά ξεπέρασε τα 100 δολάρια, τα κόστη αυξήθηκαν ανάλογα όπως και το μερίδιο που έλαβαν οι κυβερνήσεις από τις πωλήσεις κάτι που οι άνθρωποι έχουν ενσωματώσει στην αξία των εν λόγω deals», υποστήριξε ο Ρόντει Σμιντ, ο αναλυτής της Standard Chartered.


Το κόστος της έρευνας και παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 2005, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων ΙHS.


Ο μεγαλύτερος αγοραστής, το 2007, ήταν η ρωσική κρατική πετρελαϊκή βιομηχανία Rosneft η οποία δαπάνησε 22 δισ. δολάρια για την εξαγορά μονάδων που ανήκαν στον πτωχεμένο όμιλο Yukos και είχαν τεθεί σε ανοικτή δημοπρασία.
Ο πλέον δραστήριος ενεργειακός όμιλος της Δύσης αποδείχθηκε η ιταλική Eni που πραγματοποίησε αγορές συνολικού ύψους 13 δισ. δολαρίων.


Τα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια (SWF) αλλά και οι κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες συρρίκνωσαν το μερίδιο των αγορών τους, ενώ οι αγοραστές από την Κίνα ουσιαστικά εξαφανίστηκαν, αν και η Herold υποστηρίζει ότι αυτή η απουσία αναμένεται να αποδειχτεί πρόσκαιρη.


Οι αγοραστές από την Μέση Ανατολή εμφανίστηκαν ιδιαίτερα δραστήριοι το 2006, προεξαρχούσης της την Taqa από το Abu Dhabi η οποία εξαγόρασε την καναδική PrimeWest Energy Trust έναντι 5,1 δισ. δολαρίων.


Ωστόσο, στα τέλη του περασμένου έτους, υπάρχει πιθανότητα η πιστωτική κρίση να επηρέασε αρνητικά την εξαγοραστική δραστηριότητα στον κλάδο, υποστηρίζει ο Άντριου Μπαρλέτ, ο αναλυτής της Standard Chartered.

«Αν είσαι μια μεγάλή εταιρεία του τομέα που αναζητεί να χρηματοδοτήσει ένα έργο ύψους 10 δισ. δολαρίων, θα σε επηρεάσει λιγότερο από ό,τι μια εταιρεία ερευνών που είναι εισηγμένη στην ειδική αγορά μειωμένων προϋποθέσεων Aim του Λονδίνου.

«Ωστόσο, ακόμη κι αν μια εταιρεία έχει καταταχθεί στην κλίμακα πιστοληπτικής αξιολόγησης ΑΑΑ θα ανακαλύψει πως η χρηματοδότηση είναι πιο ακριβή και πιο δύσκολη να εξευρεθεί σε σύγκριση με τα όσα επικρατούσαν ένα έτος πριν», κατέληξε ο ίδιος.


(Financial Times, 12/3/2008)