Συγκεκριμένα, βάσει των διατάξεων του νόμου 4685/2020, το ύψος της εγγυητικής επιστολής, προερχόμενης είτε από τράπεζα είτε από ασφαλιστική εταιρεία, ανέρχεται σε 35.000 ευρώ ανά μεγαβάτ ισχύος παραγωγής, πρέπει δε αυτή μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 2022 να προσκομιστεί στη ΡΑΕ. Δηλαδή, ενδεικτικά, για έργο ΑΠΕ φωτοβολταϊκού σταθμού 50 MW πρέπει να προσκομιστεί μέχρι τις 28/2/2022 και να παραμείνει στη ΡΑΕ εγγυητική επιστολή πρώτης ζήτησης (first demand) ύψους 1.750.000 ευρώ.
Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ του ενδιαφερόμενου που καλύπτεται από την εγγυητική επιστολή είναι η εμπρόθεσμη εκ μέρους του υποβολή πλήρους αιτήματος χορήγησης οριστικής προσφοράς σύνδεσης ή η υποβολή πλήρους αιτήματος εκδήλωσης ενδιαφέροντος για σύνδεση, στον αρμόδιο κάθε φορά διαχειριστή δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ΡΥΘΜΙΣΗ του νόμου υπαγορεύτηκε πρωτίστως για λόγους απόδειξης φερεγγυότητας των ενδιαφερόμενων να υλοποιήσουν ενεργειακά έργα, καθώς το ύψος των αιτήσεων νέων έργων είναι τεράστιο και οδηγεί σε προβλήματα διαχείρισης, επικαλύψεων και χωρητικότητας δικτύων.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΤΙΚΑ η ρύθμιση μπορεί να οδηγεί σε «ξεκαθάρισμα» των σοβαρών και μη σοβαρών επενδυτών, δημιουργεί ωστόσο ένα νέο τοπίο στην ενεργειακή αγορά, τις συνέπειες του οποίου πρέπει εγκαίρως να αντιληφθούν η ΡΑΕ, οι διαχειριστές και οι ενδιαφερόμενοι, καθώς οι εγγυητικές επιστολές είναι σύγχρονα οικονομικά εργαλεία άμεσης νομικής λειτουργικότητας και κινδύνου ως προς την εξασφάλιση της πληρωμής και σίγουρα δεν είναι επιστολές άμοιρες συνεπειών.
ΚΑΤΑ τη νομολογία των δικαστηρίων (Άρειος Πάγος 751/2017), οι εγγυητικές επιστολές που εκδίδονται από τράπεζες αποτελούν ιδιαίτερο τύπο εγγύησης, η οποία δεν αποβλέπει στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στον δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή. Εάν υπάρχει η ρήτρα «σε πρώτη ζήτηση» στην εγγυητική επιστολή, τότε η τράπεζα πρέπει να την πληρώσει άμεσα, ενώ την κατάπτωση θα ζητήσει ο δανειστής, χωρίς να μπορεί να προβάλει ενστάσεις ο οφειλέτης που να απορρέουν από τη σχέση του με τον δανειστή.
ΣΥΝΕΠΩΣ, οι εγγυητικές επιστολές στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας κατατείνουν σε έναν ιδιόμορφο στόχο σε σχέση με τον συνηθισμένο στόχο των εγγυητικών επιστολών. Ο κάτοχος της βεβαίωσης παραγωγού, μάλιστα, δεν έχει συμβατική σχέση με τη ΡΑΕ, όπως συνήθως υπάρχει σύμβαση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη σε εγγυητικές επιστολές με τις οποίες καλύπτεται η καλή εκτέλεση ή η καλή λειτουργία μίας σύμβασης.
ΟΙ ΕΓΓΥΗΤΙΚΕΣ επιστολές τις οποίες η ΡΑΕ θα έχει στην κατοχή της στο άμεσο μέλλον και ο πιθανός κίνδυνος κατάπτωσής τους μεσοπρόθεσμα, μετά από παρέμβαση του διαχειριστή δικτύου, λόγω μη πλήρωσης προϋποθέσεων εκ μέρους των κατόχων βεβαιώσεων παραγωγού, καθιερώνει ιδιόμορφες συνθήκες για τη λειτουργία τους, οι οποίες θα απασχολήσουν τους νομικούς. Αυτήν ακριβώς την ιδιομορφία πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους για τη νομική προστασία τους εταιρείες, ενεργειακά funds και μελετητές στην τρέχουσα φάση νομικών ελέγχων (legal due dilιgence) και σύναψης συμβάσεων συνεργασίας, οι οποίες θα σηματοδοτήσουν το μέλλον της ενέργειας στη χώρα μας.
*Δικηγόρος LL.M. Μονάχου και νομικός σύμβουλος εταιρειών Ενέργειας
(από την εφημερίδα «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)