Προβληματισμός για τα υψηλά ελλείμματα και για την αύξηση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου

Ισχυρή ανάπτυξη του ΑΕΠ που θα φτάσει στο 9%-9,5% για το 2021 και στο 4,5%-5% το 2022 προβλέπει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), εκφράζοντας όμως προβληματισμό για τη διατήρηση των υψηλών ελλειμμάτων, αλλά και την αύξηση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου.

Συγκεκριμένα, στη νέα τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία παρουσιάζονται δύο θετικά στοιχεία, δύο αρνητικά και τέσσερις πηγές αβεβαιότητας για το προσεχές διάστημα.

Ειδικότερα, όπως εκτίμησε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου για την παρουσίαση της νέας έκθεσης, οι προβλέψεις του Ιδρύματος κάνουν λόγο για μεγέθυνση η οποία είναι ικανή να «σβήσει» σε πολύ μεγάλο βαθμό τη βαθιά ύφεση του 2020 που προκάλεσε η πανδημία. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ του 2021 στηρίζεται ως επί το πλείστον στην κατανάλωση, ενώ είναι ικανή να συμβάλει στη σταδιακή μείωση του ποσοστού της ανεργίας.

Το δεύτερο θετικό στοιχείο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αφορά τις προβλέψεις για ανάπτυξη της τάξης του 4,5%-5% το 2022, συνυπολογίζοντας, πάντα, τις αναμενόμενες εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον σε συνδυασμό με την εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Σημεία ανησυχίας

Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, κατά την παρουσίαση της έκθεσης τόνισε ότι σημεία ανησυχίας αποτελούν το γεγονός ότι και το δημοσιονομικό αλλά και το πρωτογενές έλλειμμα ήταν πάρα πολύ υψηλά και το 2020 αλλά και το 2021. Πάντως, βοηθούσης και της υψηλότερης ανάπτυξης, το πρωτογενές έλλειμμα θα είναι χαμηλότερο από 7,3% του ΑΕΠ που προβλέπει ο προϋπολογισμός και θα κυμανθεί ανάμεσα στο 6% και το 7% του ΑΕΠ.

Ως ένα δεύτερο σημείο ανησυχίας επεσήμανε την αύξηση του κόστους δανεισμού (γενική άνοδος των επιτοκίων) που αποτυπώθηκε στην απόδοση του 10ετούς ομολόγου, που έφτασε σε λίγους μήνες το 1,7% από 0,6%-0,7% λίγους μήνες νωρίτερα, αλλά και την αύξηση του διαφορικού κόστους χρηματοδότησης (spread).

Οι 4 πηγές αβεβαιότητας

Όπως προκύπτει από τις αναλύσεις του ΙΟΒΕ, εντοπίζονται τέσσερις πηγές αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία, καθώς παραμένει ακόμη ασαφής η κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν τα εξής πεδία:

α) Στο μέτωπο του πληθωρισμού, ορισμένες αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες χαρακτηρίζονται ως έναν βαθμό αναμενόμενες, ωστόσο θα ήταν εξαιρετικά δυσμενής εξέλιξη για την Ελλάδα να εισέλθει σε ένα αρνητικό «σπιράλ» υψηλού πληθωρισμού. Ο κ. Βέττας δεν αποκλείει να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα ο πληθωρισμός στη χώρα για το πρώτο εξάμηνο του 2022 -πιθανότατα κοντά στα επίπεδα του 5%-, ωστόσο προβλέπει αποκλιμάκωσή του στο δεύτερο μισό του τρέχοντος έτους, σε πλήρη συνάρτηση πάντοτε με την πορεία του ενεργειακού κόστους. Σε ερώτηση εάν ο ρυθμός αύξησης των τιμών καταναλωτή ξεπεράσει ακόμη και το 5% τους επόμενους μήνες, σκαρφαλώνοντας σε επίπεδα της τάξης του 6% ή ακόμη και του 7%, ο κ. Βέττας παραδέχθηκε πως «τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί», ωστόσο αυτό «δεν είναι το βασικό μας σενάριο». Σύμφωνα με τις αρχικές προβλέψεις του ΙΟΒΕ, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα για το σύνολο του 2022 δεν θα ξεπεράσει το 2%.

β) Κρίσιμο παράγοντα για την επόμενη ημέρα της Ελλάδας θα αποτελέσει η εξέλιξη των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρώπη και δη η συζήτηση για το Σύμφωνο Σταθερότητας.

γ) Εξαιρετικά σημαντική κρίνεται η στροφή του παραγωγικού υποδείγματος στη χώρα, με αιχμή την ενίσχυση των εξαγωγών και την τόνωση των επενδύσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση κρίνονται ως θετικά σημάδια το ενδιαφέρον των ξένων επιχειρήσεων και επενδυτών για την ελληνική οικονομία, αλλά και η ανθεκτικότητα που επέδειξε ο τουρισμός, ωστόσο πιέσεις προκαλεί, στον αντίποδα, το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας ενισχύθηκαν ακραία ο ρυθμιστικός ρόλος και η σημασία των κρατικών παρεμβάσεων.

δ) Μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα θα αποτελέσει προσεχώς η ικανότητα της χώρας να καταστεί ανθεκτική στις μελλοντικές κρίσεις. Και αυτό γιατί στην πραγματικότητα η πανδημία δεν έχει ακόμη κοπάσει, κι ενώ υπάρχουν βάσιμες ελπίδες πως αυτό θα συμβεί προς την άνοιξη, το κόστος είναι ακόμη βαρύ. Ταυτόχρονα, όπως προειδοποιεί το ΙΟΒΕ, νέες κρίσεις με υγειονομική, χρηματοοικονομική, γεωπολιτική ή άλλου είδους πηγή, δεν μπορούν να αποκλειστούν στο μέλλον.

Βασική παραδοχή

Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, όλα τα ανωτέρω συγκλίνουν σε μια βασική παραδοχή: Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικής βάσης, της προσαρμοστικότητας της οικονομίας και της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα αποκτά πλέον επείγοντα χαρακτήρα.

Σε ό,τι αφορά τη σχεδιαζόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού και την επίδραση που μπορεί να έχει στη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα, τόνισε ότι ένα μέρος της υψηλής ανάπτυξης της οικονομίας θα πρέπει να αποτυπώνεται και σε αύξηση των μισθών. Σε άλλο σημείο της συνέντευξης Τύπου, ο κ. Βέττας χαρακτήρισε ιδιαίτερα φιλόδοξους τους στόχους του Ταμείου Ανάκαμψης -κάτι που όπως τόνισε «γνωρίζαμε από την αρχή»-, ενώ εξέφρασε την ανάγκη να «πιάσουν τόπο οι πόροι του Ταμείου, με στόχο την ενδυνάμωση της οικονομίας». Σε δεύτερη ανάγνωση, το επόμενο κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα υπάρξει, ταυτόχρονα, χρηματοδότηση για ιδιωτικά έργα.

Ο κ. Βέττας εκτίμησε πως όταν η Ελλάδα ξεπεράσει τον σκόπελο της πανδημίας του κορονοϊού, η δυναμική της οικονομίας θα είναι πολύ θετική.

«Φρένο» στην ανάκαμψη της Ευρωζώνης

Ισχυρό «φρένο» στην ανάκαμψη της Ευρωζώνης έβαλε στο τελευταίο τρίμηνο του 2021 η παραλλαγή Όμικρον του κορονοϊού, με τα περιοριστικά μέτρα που υιοθετήθηκαν σε πολλές χώρες να επιβραδύνουν καταλυτικά τον ρυθμό ανάπτυξης και με τον συνδυασμό υγειονομικής και εφοδιαστικής κρίσης να οδηγεί σε συρρίκνωση το ΑΕΠ της Γερμανίας - της μεγαλύτερης οικονομίας της περιοχής.

Όπως ανακοίνωσε η Eurostat, η οικονομία της Ευρωζώνης εμφάνισε τριμηνιαίο ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,3%, έναντι 2,3% στο ακριβώς προηγούμενο τρίμηνο.

Σε βάση από χρόνο σε χρόνο, η αύξηση του ΑΕΠ έφθασε στο 4,6% στην Ευρωζώνη και στο 4,8% στο σύνολο της Ε.Ε., ενώ σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης για το 2021 στη ζώνη του ευρώ έκλεισε στο 5,2%.

Σοβαρός προβληματισμός

Τα στοιχεία αυτά εγείρουν σοβαρό προβληματισμό καθώς επιβεβαιώνουν την εικόνα της ευάλωτης και άνισης ανάκαμψης -με μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ Γερμανίας από τη μία πλευρά και Γαλλίας και Ιταλίας από την άλλη- και δείχνουν να δικαιώνουν την αντίσταση της Κριστίν Λαγκάρντ στις πιέσεις για ταχύτερη στροφή σε νομισματική σύσφιγξη και για αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ ακόμη και μέσα στο 2022.

Οι αναλυτές πάντως διαβλέπουν διόδους αναστροφής της τάσης μέσα στους επόμενους μήνες, υπό την προϋπόθεση εκτόνωσης του κύματος της Όμικρον και άμβλυνσης των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Προσώρας πάντως η Γερμανία δείχνει να υφίσταται το μεγαλύτερο πλήγμα από την Όμικρον, καθώς η οικονομία της συρρικνώθηκε κατά 0,7% στο τελευταίο τρίμηνο του 2021 και ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης περιορίστηκε στο 1,4%.

Στη Γαλλία, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, καταγράφηκε τριμηνιαίος ρυθμός ανάπτυξης 0,7% και ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,4%, ενώ στην Ιταλία τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 0,6% και 6,4%.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")