Τα απανωτά ρεκόρ της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές – η ποικιλία WTI ξεπέρασε τα 111 δολάρια το βαρέλι την περασμένη Πέμπτη – είναι λογικό να προβληματίζει τις πολιτικές ηγεσίες των διαφόρων κρατών αλλά και των οικονομικών επιτελείων. Όλοι διερωτώνται πλέον για το που οδηγούνται οι τιμές και εάν υπάρχει κάποιο ανώτερο πλαφόν.

Τα απανωτά ρεκόρ της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές – η ποικιλία WTI ξεπέρασε τα 111 δολάρια το βαρέλι την περασμένη Πέμπτη – είναι λογικό να προβληματίζει τις πολιτικές ηγεσίες των διαφόρων κρατών αλλά και των οικονομικών επιτελείων. Όλοι διερωτώνται πλέον για το που οδηγούνται οι τιμές και εάν υπάρχει κάποιο ανώτερο πλαφόν.

Όταν πριν τρία χρόνια (βλέπε «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 14/8/05) είχαμε προβλέψει σωστά την άνοδο των τιμών στα 100 δολάρια πολλοί μας είχαν κατηγορήσει ως υπερβολικούς και Κασσάνδρες επειδή πανικοβάλαμε δήθεν την αγορά με ανυπόστατα σενάρια. Τότε δεν είχε γίνει επαρκώς αντιληπτό ότι η μεγάλη δύναμη που ωθούσε τις τιμές ανοδικά ήταν η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση αργού και προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο και ότι η παραγωγή δεν επαρκούσε να καλύψει την κατανάλωση.

Όμως η μελέτη και η ανάλυση των θεμελιωδών αρχών που διέπουν την λειτουργία της αγοράς, όπως της παραγωγής, της ζήτησης, των αποθεμάτων και των διυλιστικών περιθωρίων οδηγούσε από τότε σε ορισμένες εκτιμήσεις και συμπεράσματα περί μιας σταθερής και ανοδικής τάσης. Εν τω μεταξύ προστέθηκαν και διάφοροι αποσταθεροποιητικοί γεωπολιτικοί παράγοντες (βλέπε Ιράν, Νιγηρία, ρήξη Ουκρανίας – Ρωσίας για το φυσικό αέριο, κλπ), ήρθαν θεομηνίες και καταστροφές (Ν. Ορλεάνη 2005) ενώ επιδεινώθηκαν περαιτέρω οι τάσεις αυτές από την υποτίμηση του Αμερικάνικου νομίσματος, απόρροια της μεγάλης κρίσης στην δευτερογενή αγορά στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια «ήταν στραβό το κλίμα και απόγινε» όπως λέει μια σοφή Ελληνική παροιμία.

Παρακολουθώντας την καμπύλη εξέλιξης των τιμών παρατηρούμε ότι αυτή χαρακτηρίζεται από μία σχετικά υψηλή μεταβλητότητα, (volatility) χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς τιμών προϊόντων ή αγοροπωλησία των οποίων συγκεντρώνει ένα μεγάλο μέρος της ρευστότητας της αγοράς και άρα προσφέρονται για κερδοσκοπία. Στην περίπτωση του πετρελαίου η συμπεριφορά αυτή χαρακτηρίζει την εξέλιξη των τιμών τους τελευταίους 18 μήνες περίπου. Έτσι καθώς οι τιμές θα εξακολουθούν την ανοδική τους πορεία θα πρέπει ν’ αναμένουμε διακυμάνσεις της τάξης των 10 και 15 δολαρίων καθώς οι κερδοσκόποι θα επιθυμούν κατά καιρούς να ρευστοποιούν τις θέσεις τους αποκομίζοντας τα όποια κέρδη. Όμως αυτό που έχει ενδιαφέρον, και προκύπτει ξεκάθαρα από την πορεία των διεθνών τιμών τα τελευταία 5 χρόνια, είναι ότι η γενική τάση είναι σταθερά ανοδική και άρα δεν είναι αποτέλεσμα καθαρής κερδοσκοπίας.

Εάν η κερδοσκοπία αποτελούσε την βασική κινητήριο δύναμη στην διαμόρφωση των τιμών πετρελαίου αυτές θα είχαν προ πολλού καταρρεύσει και θα εκινούντο σήμερα στα επίπεδα των 20 και 30 δολαρίων το βαρέλι. Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε τον ρόλο της κερδοσκοπίας θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι αυτή δρα ευκαιριακά, οργανωμένα και κατά διαστήματα, επιφέροντας πάντοτε μία διόρθωση των τιμών όταν η αγορά κρίνει ότι αυτές κινούνται πολύ πάνω ενός λογικού επιπέδου. Το μέγεθος της διόρθωσης εξ άλλου καθορίζει και το ποσοστό για το οποίο ευθύνεται η κερδοσκοπία. Έτσι όταν σύντομα θα δούμε πτώση των τιμών κατά 10 ή και 20 δολάρια, αυτή η μεταβολή θα είναι ενδεικτική του ύψους της κερδοσκοπίας στον καθορισμό της τιμής (Το κερδοσκοπικό καπέλο στην περίπτωση του πετρελαίου κινείται συνήθως μεταξύ 10-20%). Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι οι κερδοσκόποι λαμβάνουν αποφάσεις και δρουν σύμφωνα με : (α) πληροφορίες για τις εξελίξεις στις αγορές, και (β) προβλέψεις για το πώς αυτές θα κινηθούν βάσει των θεμελιωδών αρχών.

Με έναν μικρό ή μεγαλύτερο ρόλο ν’ αποδίδεται στην κερδοσκοπία, στην δυναμική διαμόρφωσης των τιμών, το ερώτημα παραμένει ως προς τα που θα οδηγηθούν τελικά οι τιμές του μαύρου χρυσού. Θα φθάσουν τα 120 ή 130 δολάρια το βαρέλι μέχρι το καλοκαίρι και τα 150 μέχρι το φθινόπωρο; Υπάρχει περίπτωση να εκτιναχθούν και στα 200 δολάρια αύριο; Οποιαδήποτε απάντηση είναι παρακινδυνευμένη αφού η διαδικασία καθορισμού των τιμών εξαρτάται από μία πληθώρα παραμέτρων που στο μεγαλύτερο μέρος τους χαρακτηρίζεται από απρόβλεπτη συμπεριφορά, π.χ. καιρικά φαινόμενα, ατυχήματα, πολεμικές συρράξεις, τρομοκρατικές ενέργειες, προβλήματα στην παραγωγή, έλλειμμα κατάλληλου εξοπλισμού κ.α., και ο κατάλογος είναι πραγματικά μακρύς.

Τούτων λεχθέντων, αξίζει να υπενθυμίσουμε τους θεμελιακούς παράγοντες που ασκούν πιέσεις και ευθύνονται εν πολλοίς στην επικράτηση των σημερινών τιμών. 

  •  Η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου παραμένει ισχυρή στα 87,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα παρά την εκτίμηση ότι αυτή δεν θ’ αυξηθεί πολύ άνω των 1,0 εκατ. βαρελιών εφέτος. Η εκτιμώμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορεί να εμποδίσει την ανάδειξη νέων κέντρων υψηλής ζήτησης στην Μέση Ανατολή, Κίνα, Ινδία και Ινδονησία.
  • Η προσφορά αργού και προϊόντων χαρακτηρίζεται από στασιμότητα ή και καθοδικές τάσεις αφού ο OPEC αδυνατεί ή δεν θέλει ν’ αυξήσει την παραγωγή του άνω του επιπέδου των 32,0 εκατ. βαρελιών.
  • Τα αποθέματα, κυρίως των χωρών του ΟΟΣΑ, εξακολουθούν να μειώνονται έχοντας φθάσει στα 2,617 εκατ. βαρέλια, διάρκειας 52,9 ημερών, σημαντικά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα αποθέματα προ 18 μηνών.
  • Η παγκόσμιος διυλιστική ικανότητα παραμένει σε οριακό σημείο, στα 74,0 εκατ. βαρέλια την ημέρα παρά το γεγονός ότι έχει βελτιωθεί από τα χαμηλά επίπεδα του περασμένου Οκτωβρίου.


Εάν πιστεύετε ότι τα ανωτέρω δεν συνθέτουν μία μάλλον αρνητική εικόνα τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε θαύματα και μειώσεις των τιμών τους προσεχείς μήνες. Όμως η οιαδήποτε μείωση θα είναι πρόσκαιρη καθώς τα προαναφερθέντα στοιχεία σκιαγραφούν μία γενικά δύσκολη και σφικτή αγορά όπου η παραγωγή θ’ αγωνίζεται να ικανοποιήσει μία διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση, που επιδεικνύει μία αξιοθαύμαστη ανελαστικότητα στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αναταράξεις.

Επιπλέον, οι επενδυτές αποβλέπουν πλέον στις αγορές εμπορευμάτων ως ένα καταφύγιο μακριά από τον τραπεζικό τομέα και άλλες υποτιθέμενες σταθερές αξίες, αφού ημέρα με την ημέρα αποκαλύπτεται το μέγεθος της ανευθυνότητας και κακοδιοίκησης που χαρακτηρίζει την διαχείριση επενδυτικών κεφαλαίων κυρίως από τράπεζες και στις δύο άκρες του Ατλαντικού